ξυλώδης: Difference between revisions
οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "καταλσής, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλήεις" to "καταλσής, κάταλσος, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες,...) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksylodis | |Transliteration C=ksylodis | ||
|Beta Code=culw/dhs | |Beta Code=culw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ξυλῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[woody]], [[hard as wood]], Hp.''Vict.''2.65, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''387a32, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.2.2 (Sup.),7.9.3, Plu.2.953d; [[of the nature of wood]], Corn.''ND'' 19.<br><span class="bld">II</span> [[of the colour of wood]], [[brown]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 7.3.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />de la nature du bois, ligneux.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]], -ώδης. | |btext=ης, ες:<br />[[de la nature du bois]], [[ligneux]].<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]], -ώδης. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (ΑΜ [[ξυλώδης]], -ῶδες) [[ξύλον]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ξύλο]], [[ξυλοειδής]], [[σκληρός]] και [[τραχύς]] σαν [[ξύλο]] («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] ξύλα, [[πλούσιος]] σε ξύλα<br />2.<b>φρ.</b> «ξυλώδες [[φυτό]]» — το [[φυτό]] που έχει δευτερογενή πεπαχυμένο αποξυλωμένο βλαστό<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> <b>μτφ.</b> «τὸ ξυλῶδες τοῦ λόγου» — η [[ακαμψία]], η [[σκληρότητα]] του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[φύση]] του ξύλου<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ξύλου, [[φαιός]] ή [[καστανός]] («καὶ τοῖς χρώμασιν ὁμοίως τὰ μὲν μέλανα, τὰ δὲ λευκότερα, τὰ δὲ ξυλώδη», Θεόφρ.). | |mltxt=-ες (ΑΜ [[ξυλώδης]], -ῶδες) [[ξύλον]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ξύλο]], [[ξυλοειδής]], [[σκληρός]] και [[τραχύς]] σαν [[ξύλο]] («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] ξύλα, [[πλούσιος]] σε ξύλα<br />2.<b>φρ.</b> «ξυλώδες [[φυτό]]» — το [[φυτό]] που έχει δευτερογενή πεπαχυμένο αποξυλωμένο βλαστό<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> <b>μτφ.</b> «τὸ ξυλῶδες τοῦ λόγου» — η [[ακαμψία]], η [[σκληρότητα]] του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[φύση]] του ξύλου<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ξύλου, [[φαιός]] ή [[καστανός]] («καὶ τοῖς χρώμασιν ὁμοίως τὰ μὲν μέλανα, τὰ δὲ λευκότερα, τὰ δὲ ξυλώδη», Θεόφρ.). | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[woody]]=== | |||
Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: [[boisé]]; Galician: boscoso; Greek: [[δασώδης]], [[δασωμένος]]; Ancient Greek: [[ἀλσώδης]], [[βησσήεις]], [[δασύς]], [[δασώδης]], [[δενδρήεις]], [[δενδροφόρος]], [[δενδρόφυτος]], [[δενδρώδης]], [[δρυμῶδες]], [[δρυμώδης]], [[δρυόεις]], [[δρυωτός]], [[ἔνυλος]], [[καταλσής]], [[κάταλσος]], [[ναπῶδες]], [[ναπώδης]], [[ξυλῶδες]], [[ξυλώδης]], [[ὑλάεις]], [[ὑλήεις]], [[ὑλῶδες]], [[ὑλώδης]]; German: [[bewaldet]], [[waldig]]; Hungarian: erdős; Italian: [[boscoso]]; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: [[boscoso]]; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:36, 6 February 2024
English (LSJ)
ξυλῶδες,
A woody, hard as wood, Hp.Vict.2.65, Arist.Mete.387a32, Thphr. HP 6.2.2 (Sup.),7.9.3, Plu.2.953d; of the nature of wood, Corn.ND 19.
II of the colour of wood, brown, Thphr. HP 7.3.2.
German (Pape)
[Seite 282] ες, = ξυλοειδής, auch = holzreich, Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
de la nature du bois, ligneux.
Étymologie: ξύλον, -ώδης.
Russian (Dvoretsky)
ξῠλώδης:
1 похожий на древесину, деревянистый (σώματα Arst.; ὁ πυρός Plut.);
2 жесткий (αἱ χλαμύδες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ξύλον, σκληρὸς ὡς ξύλον, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 9, 3.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ ξυλώδης, -ῶδες) ξύλον
αυτός που μοιάζει με ξύλο, ξυλοειδής, σκληρός και τραχύς σαν ξύλο («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος ξύλα, πλούσιος σε ξύλα
2.φρ. «ξυλώδες φυτό» — το φυτό που έχει δευτερογενή πεπαχυμένο αποξυλωμένο βλαστό
μσν.
φρ. μτφ. «τὸ ξυλῶδες τοῦ λόγου» — η ακαμψία, η σκληρότητα του λόγου
αρχ.
1. αυτός που έχει τη φύση του ξύλου
2. αυτός που έχει το χρώμα του ξύλου, φαιός ή καστανός («καὶ τοῖς χρώμασιν ὁμοίως τὰ μὲν μέλανα, τὰ δὲ λευκότερα, τὰ δὲ ξυλώδη», Θεόφρ.).
Translations
woody
Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, κάταλσος, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλάεις, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog