ἀναχώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=relever par un terrassement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χώννυμι]].
|btext=[[relever par un terrassement]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χώννυμι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχώννῡμι Medium diacritics: ἀναχώννυμι Low diacritics: αναχώννυμι Capitals: ΑΝΑΧΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: anachṓnnymi Transliteration B: anachōnnymi Transliteration C: anachonnymi Beta Code: a)naxw/nnumi

English (LSJ)

heap up into a mound, κόνιν AP7.537 (Phan.):—in Pass., v.l.Th.2.102 (for ἂν κεχῶσθαι); ἀναχώννυμι ὁδόν = raise a road by throwing down rubbish, D.55.28, cf. PPetr.2p.43 (Pass., iii B.C.), 3p.111; τάφους Luc.Tox.43.

Spanish (DGE)

1 amontonar κόνιν AP 7.537 (Phan.).
2 terraplenar, acumular tierra para levantar ὁδόν D.55.28, δύο τάφους Luc.Tox.43, cf. PPetr.2.13.18a.13 (III a.C.).

German (Pape)

[Seite 215] (s. χώννυμι), aufschütten, aufdämmen, ὁδόν, einen Weg erhöhen, Dem. 55, 28; τάφους Luc. Tox. 43; κόνιν Phani. 8 (VII, 537).

French (Bailly abrégé)

relever par un terrassement.
Étymologie: ἀνά, χώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναχώννῡμι:
1 насыпать (τάφους Luc.; κόνιν Anth.);
2 поднимать посредством насыпи (ὁδόν Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχώννυμι: μέλλ. -χώσω, ἐπισωρεύω χῶμα καὶ σχηματίζω λόφον, θάπτω, καλύπτω διὰ σωροῦ χώματος, τήνδ’ ἀνέχωσε κόνιν Ἀνθ. Π. 7. 537· ἐν τῷ παθ., πιθ. γραφ. ἐν Θουκ. 2. 102· ἀντὶ ἂν κεχῶσθαι· - καὶ τὴν ὁδὸν ἀνακεχωκότες, ἀνυψώσαντες δι’ ἐπιχύσεως χωμάτων, Δημ. 1279. 20· δύο τάφους ἀναχώσαντες Λουκ. Τόξ. 43.

Greek Monolingual

ἀναχώννυμι κ. ἀναχωννύω κ. ἀναχῶ (-όω) (Α)
(νεοελλ. και αναχώνω)
μσν.
1. (για τάφο) ανοίγω
2. ξεχώνω νεκρό, ξεθάβω
αρχ.
1. συσσωρεύω χώμα και σχηματίζω λόφο
2. γεμίζω, επικαλύπτω με χώμα
3. θάβω νεκρό.

Greek Monotonic

ἀναχώννῡμι: μέλ. -χώσω, συσωρεύω χώμα και σχηματίζω λόφο, σε Ανθ.

Middle Liddell

to heap up into a mound, Anth.