τηλίκος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tilikos | |Transliteration C=tilikos | ||
|Beta Code=thli/kos | |Beta Code=thli/kos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐ], η, ον, Dor. [[ταλίκος]],<br><span class="bld">A</span> [[of such an age]], [[so old]] or [[so young]], answering to relat. [[ἡλίκος]] and interrog. [[πηλίκος]] ([[τηλικόσδε]], [[τηλικοῦτος]] being used in Att.); used with relatives, πατρὸς.. τηλίκου ὥς περ ἐγών Il.24.487; so perhaps παῖς τ., ὃν.. Od.18.175: c. inf., <b class="b3">οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί</b> not [[so young]] as to stay at home, 17.20, cf. 1.297, 10.88; οὔ τοι τ. εἰμὶ μαθεῖν Thgn.578: Sup. τηλικώτατος, = [[πρεσβύτατος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[so great]], <b class="b3">τὸν τ.</b> ''AP''7.2.9 (Antip. Sid.); [[ὄνομα]] ib.7.11.4 (Asclep.); <b class="b3">φρύαγμα τὸ τ.</b> ib.10.64.1 (Agath.). Adv. [[τηλίκως]] Aristaenet.2.9 ([[si vera lectio|s.v.l.]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />de cet âge :<br /><b>1</b> [[aussi âgé]];<br /><b>2</b> aussi jeune.<br />'''Étymologie:''' *τηλός, -ικος. | |btext=η, ον :<br />de cet âge :<br /><b>1</b> [[aussi âgé]];<br /><b>2</b> [[aussi jeune]].<br />'''Étymologie:''' *τηλός, -ικος. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ον, ΜΑ, και δωρ. τ. [[ταλίκος]], Α<br />τόσο [[μεγάλος]], τόσο [[ισχυρός]] ή τόσο [[εντυπωσιακός]] (α. «εἰ δ' ὀλίγα [[κρύπτω]] τὸν ταλίκον», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «τηλίκον [[κάλλος]]», Κίνναμ.)<br /><b>αρχ.</b><br />τόσο [[μεγάλος]] στην [[ηλικία]], τόσο ηλικιωμένος ή τόσο [[νέος]] (α. «πατρὸς... τηλίκου [[ὥσπερ]] [[ἐγών]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[οὔτοι]] [[τηλίκος]] [[εἰμὶ]] μαθεῖν», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αντων. [[τηλίκος]], συσχετική τών αντων. [[ἡλίκος]] και [[πηλίκος]], έχει σχηματιστεί από το θ. του οριστικού άρθρου (<b>πρβλ.</b> IE <i>tod</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>το</i>-, <i>τα</i>-, <i>τιο</i>-, <b>βλ. λ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>) με καταληκτικό [[στοιχείο]] -<i>αλ</i>(<i>ι</i>)- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>talis</i>, <i>qualis</i> «[[τόσος]], όσος») και κατάλ. -(<i>ι</i>)<i>κος</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[ηλίκος]])]. | |mltxt=-η, -ον, ΜΑ, και δωρ. τ. [[ταλίκος]], Α<br />τόσο [[μεγάλος]], τόσο [[ισχυρός]] ή τόσο [[εντυπωσιακός]] (α. «εἰ δ' ὀλίγα [[κρύπτω]] τὸν ταλίκον», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «τηλίκον [[κάλλος]]», Κίνναμ.)<br /><b>αρχ.</b><br />τόσο [[μεγάλος]] στην [[ηλικία]], τόσο ηλικιωμένος ή τόσο [[νέος]] (α. «πατρὸς... τηλίκου [[ὥσπερ]] [[ἐγών]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[οὔτοι]] [[τηλίκος]] [[εἰμὶ]] μαθεῖν», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αντων. [[τηλίκος]], συσχετική τών αντων. [[ἡλίκος]] και [[πηλίκος]], έχει σχηματιστεί από το θ. του οριστικού άρθρου (<b>πρβλ.</b> [[IE]] <i>tod</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>το</i>-, <i>τα</i>-, <i>τιο</i>-, <b>βλ. λ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>) με καταληκτικό [[στοιχείο]] -<i>αλ</i>(<i>ι</i>)- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>talis</i>, <i>qualis</i> «[[τόσος]], όσος») και κατάλ. -(<i>ι</i>)<i>κος</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[ηλίκος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 10:15, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], η, ον, Dor. ταλίκος,
A of such an age, so old or so young, answering to relat. ἡλίκος and interrog. πηλίκος (τηλικόσδε, τηλικοῦτος being used in Att.); used with relatives, πατρὸς.. τηλίκου ὥς περ ἐγών Il.24.487; so perhaps παῖς τ., ὃν.. Od.18.175: c. inf., οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί not so young as to stay at home, 17.20, cf. 1.297, 10.88; οὔ τοι τ. εἰμὶ μαθεῖν Thgn.578: Sup. τηλικώτατος, = πρεσβύτατος, Hsch.
II so great, τὸν τ. AP7.2.9 (Antip. Sid.); ὄνομα ib.7.11.4 (Asclep.); φρύαγμα τὸ τ. ib.10.64.1 (Agath.). Adv. τηλίκως Aristaenet.2.9 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1106] dor. ταλίκος (verwandt mit τῆλις, talis), entsprechend dem fragenden πηλίκος, so alt, in solchem Alter, sowohl von geringerm, als von sehr hohem Alter; so jung, ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐσσί, Od. 1, 297. 19, 88; so alt, Il. 24, 487; ἤδη γάρ τοι παῖς τηλίκος, Od. 18, 175; c. int., οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί, Od. 17, 20; Theogn. 578; übh. so groß, so stark.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de cet âge :
1 aussi âgé;
2 aussi jeune.
Étymologie: *τηλός, -ικος.
Russian (Dvoretsky)
τηλίκος: (ῐ)
1 в таком возрасте, стольких лет от роду: μνῆσαι πατρὸς σοῖο, τηλίκου ὥσπερ ἐγών Hom. вспомни о своем отце, таком же старике, как и я;
2 столь большой или сильный (τὸ φρύαγμα τὸ τηλίκον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τηλίκος: [ῐ], -η, -ον, τόσος τὴν ἡλικίαν, τόσον νέος ἢ τόσον ἡλικιωμένος, συσχετικὸν τῷ ἡλίκος καὶ τῷ ἐρωτ. πηλίκος, Ὀδ. Α. 297, καὶ μεταγεν. Ἐπικ, (τὰ δὲ τηλικόσδε, τηλικοῦτος ἦσαν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.) ὡσαύτως μετ’ ἄλλων ἀναφορικῶν, μνῆσαι πατρὸς σοῖο, ..., τηλίκου ὥσπερ ἐγών, ὀλοῷ ἐπὶ γήραος οὐδῷ Ἰλ. Ω. 487· ἤδη μὲν γάρ τοι παῖς τηλίκος, ὃν σὺ μάλιστα ἠρῶ ἀθανάτοισι γενειήσαντα ἰδέσθαι Ὀδ. Σ. 175· - μετ’ ἀπαρ., οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί, δὲν εἶμαι τόσον νέος, ὥστε νὰ μένω οἴκοι, Ρ. 200, πρβλ. Α. 297., Τ. 88· οὐ γὰρ τ. εἰμὶ μαθεῖν Θέογν. 578. ΙΙ. τόσον μέγας, Λατ. tantus, φρύαγμα τὸ τηλίκον Ἀνθ. Π. 10, 64. - Ὁ Ἡσύχ. ἔχει ὑπερθετ. -ώτατος, πρεσβύτατος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-η, -ον, ΜΑ, και δωρ. τ. ταλίκος, Α
τόσο μεγάλος, τόσο ισχυρός ή τόσο εντυπωσιακός (α. «εἰ δ' ὀλίγα κρύπτω τὸν ταλίκον», Ανθ. Παλ.
β. «τηλίκον κάλλος», Κίνναμ.)
αρχ.
τόσο μεγάλος στην ηλικία, τόσο ηλικιωμένος ή τόσο νέος (α. «πατρὸς... τηλίκου ὥσπερ ἐγών», Ομ. Ιλ.
β. «οὔτοι τηλίκος εἰμὶ μαθεῖν», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αντων. τηλίκος, συσχετική τών αντων. ἡλίκος και πηλίκος, έχει σχηματιστεί από το θ. του οριστικού άρθρου (πρβλ. IE tod < ρίζα το-, τα-, τιο-, βλ. λ. ο, η, το) με καταληκτικό στοιχείο -αλ(ι)- (πρβλ. λατ. talis, qualis «τόσος, όσος») και κατάλ. -(ι)κος (βλ. και λ. ηλίκος)].
Greek Monotonic
τηλίκος: [ῐ], -η, -ον,
I. τόσος στην ηλικία, τόσο νέος ή τόσο ηλικιωμένος, συσχ. του ἡλίκος, σε Όμηρ.· με απαρ., οὐ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν τηλίκοις, δεν είμαι τόσο νέος, ώστε να μένω σπίτι, σε Ομήρ. Οδ.
II. τόσο μεγάλος, Λατ. tantus, σε Ανθ.
Middle Liddell
τηλῐ́κος, η, ον
I. of such an age, so old or so young, antecedent to the relat. ἡλίκος, Hom.:—c. inf., οὐ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν τηλίκος not so young as to stay at home, Od.
II. so great, Lat. tantus, Anth.
Frisk Etymology German
τηλίκος: {tēlíkos}
Forms: dor. τα-
Meaning: in solchem Alter, so alt, so jung, so gross (ep. poet. seit Il.).
Derivative: Davon τηλικόσδε, τηλικοῦτος (nach ὅδε über τηλικόνδε usw., οὗτος) ib. (att.; Schwyzer 612).
Etymology: Mit κ-Suffix aus idg. *tāli- in lat. tālis (neben aksl. tolь soviel, so sehr aus *toli-) vom demonstrativen *tā so (s. το-) mit li-Suffix (Schwyzer 495). Die Form deckt sich genau mit mind. tārisa-’ein solcher, derartig’, das aber aus aind. tādŕ̥śa- stammt (Mayrhofer s. tādŕ̥k). Vgl. πηλίκος und ἡλίκος. Hypothesen zur Bildung von Szemerényi A.I.O.N. 2, 1 ff., dazu kritische Bemerkungen von Lejeune Rev. ét. anc. 63, 433 f.
Page 2,892