ἀπαγής: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apagis
|Transliteration C=apagis
|Beta Code=a)pagh/s
|Beta Code=a)pagh/s
|Definition=ές, (πήγνυμι) [[not firm]] or [[stiff]], πῖλοι ἀπαγέες <span class="bibl">Hdt.7.61</span>; of water, ἀ. καὶ ἀσύστατον Plu.2.949b, cf. Gal.8.677; ὀστοῦν ἔτι ἄ. Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.46.27.5</span>; of flesh, [[flabby]], <span class="bibl">D.L.7.1</span>, <span class="bibl">Poll.1.191</span>.
|Definition=ἀπαγές, ([[πήγνυμι]]) [[not firm]] or [[stiff]], πῖλοι ἀπαγέες [[Herodotus|Hdt.]]7.61; of water, ἀ. καὶ ἀσύστατον Plu.2.949b, cf. Gal.8.677; ὀστοῦν ἔτι ἄ. Antyll. ap. Orib.46.27.5; of flesh, [[flabby]], D.L.7.1, Poll.1.191.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />sans consistance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πήγνυμι]].
|btext=ής, ές :<br />[[sans consistance]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαγής]] (-οῦς), -ές (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το πολύ μικρό [[πουλί]], ο [[άπτερος]] [[νεοσσός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[στερεός]], ο [[σκληρός]], ο [[μαλακός]] («πῑλοι ἀπαγέες» — [[μαλακά]] καλύμματα της κεφαλής, τιάρες—Ηρόδοτος)<br /><b>2.</b> ο μη [[στερεός]], ο [[υγρός]] («[[ὕδωρ]]... ἀπαγές», [[Πλούταρχος]])<br /><b>3.</b> (για τη [[σάρκα]]) [[πλαδαρός]] (Διογ. Λαέρτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] ([[πρβλ]]. [[ευπαγής]], [[συμπαγής]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἀπαγής]] (-οῦς), -ές (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το πολύ μικρό [[πουλί]], ο [[άπτερος]] [[νεοσσός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[στερεός]], ο [[σκληρός]], ο [[μαλακός]] («πῖλοι ἀπαγέες» — [[μαλακά]] καλύμματα της κεφαλής, τιάρες—Ηρόδοτος)<br /><b>2.</b> ο μη [[στερεός]], ο [[υγρός]] («[[ὕδωρ]]... ἀπαγές», [[Πλούταρχος]])<br /><b>3.</b> (για τη [[σάρκα]]) [[πλαδαρός]] (Διογ. Λαέρτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] ([[πρβλ]]. [[ευπαγής]], [[συμπαγής]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:52, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰγής Medium diacritics: ἀπαγής Low diacritics: απαγής Capitals: ΑΠΑΓΗΣ
Transliteration A: apagḗs Transliteration B: apagēs Transliteration C: apagis Beta Code: a)pagh/s

English (LSJ)

ἀπαγές, (πήγνυμι) not firm or stiff, πῖλοι ἀπαγέες Hdt.7.61; of water, ἀ. καὶ ἀσύστατον Plu.2.949b, cf. Gal.8.677; ὀστοῦν ἔτι ἄ. Antyll. ap. Orib.46.27.5; of flesh, flabby, D.L.7.1, Poll.1.191.

Spanish (DGE)

-ές
1 flexible πίλους ἀπαγέας Hdt.7.61
fluido del agua ἀ. καὶ ἀσύστατον Plu.2.949b, τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον Gal.8.677
blando τὸ γὰρ ὀστοῦν ἔτι ἀ. Antyll. en Orib.46.28.5, de la carne, D.L.7.1, Poll.1.191.
2 fig. incierto ὁ λόγος Gr.Nyss.Or.Catech.1 (p.8.11)
subst. τὸ ἀ. incertidumbre τὸ περὶ τὴν πρόρρησιν ἀπαγές Gr.Nyss.M.45.165B.

German (Pape)

[Seite 273] ές (πήγνυμι), nicht zusammengefügt, nicht fest, πῖλος Her. 7, 61. 64; Sp.; nicht von fester Leibesbeschaffenheit, D. L. 7, 1; nicht kompakt, von Wasser, Plut. pr. frig. 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans consistance.
Étymologie: , πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾰγής:
1 неплотный (πῖλοι Her.; ὕδωρ Plat.);
2 дряблый, вялый (sc. σῶμα Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ὁ μὴ στερεὸς ἢ σκληρός, μαλακός, πῖλοι ἀπαγέες, περὶ τῶν Περσικῶν τιαρῶν, Πέρσαι... περὶ τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιήρας καλεομένους πίλους ἀπαγέας, μὴ συμπαγεῖς ἀλλὰ μαλακούς, Ἡρόδ. 7. 61· πιθανῶς άντιθέτους τῶν κυρβασιῶν, αἵτινες ἦσαν συμπαγεῖς καὶ ὀρθαί, Σάκαι δὲ οἱ Σκύθαι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας ὀρθὰς εἶχον πεπηγυίας αὐτόθι 64: ― ἐπὶ ὕδατος, ἀπαγὲς καὶ ἀσύστατον Πλούτ. 2. 949Β: ― ἐπὶ σαρκός, χαλαρός, πλαδαρός, χαῦνος, Διογ. Λ. 7. 1, Πολυδ. 1. 191· ἐπὶ των ἀπτέρων ἔτι νεοσσῶν, καὶ τοὺς ἀπαγεῖς οὐκ ἐῶσι φιλτάτους κτλ. Φιλῆς Περ. Ζ. 12. 33.

Greek Monolingual

ἀπαγής (-οῦς), -ές (AM)
μσν.
το πολύ μικρό πουλί, ο άπτερος νεοσσός
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι στερεός, ο σκληρός, ο μαλακός («πῖλοι ἀπαγέες» — μαλακά καλύμματα της κεφαλής, τιάρες—Ηρόδοτος)
2. ο μη στερεός, ο υγρόςὕδωρ... ἀπαγές», Πλούταρχος)
3. (για τη σάρκα) πλαδαρός (Διογ. Λαέρτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. ευπαγής, συμπαγής κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που δεν είναι σταθερός, σκληρός ή στερεός, λέγεται για τις τιάρες των Περσών, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

πήγνυμι
not firm or stiff, of Persian caps, Hdt.