οἰστροδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oistrodinitos
|Transliteration C=oistrodinitos
|Beta Code=oi)strodi/nhtos
|Beta Code=oi)strodi/nhtos
|Definition=[δῑ], ον, [[driven round and round by the gadfly]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>589</span>.
|Definition=[δῑ], ον, [[driven round and round by the gadfly]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''589.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />saisi d'un transport vertigineux.<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], [[δινέω]].
|btext=ος, ον :<br />[[saisi d'un transport vertigineux]].<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], [[δινέω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰστροδίνητος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που στριφογυρίζει με [[μανία]] εξαιτίας τσιμπήματος από οίστρο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κυριευθεί από σφοδρό [[πάθος]] («πῶς δι' οὐ [[κλύω]] τῆς οἰστροδινήτου κόρης», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-<i>δίνητος</i>, <i>σφονδυλο</i>-<i>δίνητος</i>].
|mltxt=[[οἰστροδίνητος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που στριφογυρίζει με [[μανία]] εξαιτίας τσιμπήματος από οίστρο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κυριευθεί από σφοδρό [[πάθος]] («πῶς δι' οὐ [[κλύω]] τῆς οἰστροδινήτου κόρης», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίνητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίνη]]), [[πρβλ]]. [[ιπποδίνητος]], [[σφονδυλοδίνητος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 09:05, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστροδίνητος Medium diacritics: οἰστροδίνητος Low diacritics: οιστροδίνητος Capitals: ΟΙΣΤΡΟΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: oistrodínētos Transliteration B: oistrodinētos Transliteration C: oistrodinitos Beta Code: oi)strodi/nhtos

English (LSJ)

[δῑ], ον, driven round and round by the gadfly, A.Pr.589.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
saisi d'un transport vertigineux.
Étymologie: οἶστρος, δινέω.

German (Pape)

von der Bremse herumgetrieben, übertragen, in Wut, Leidenschaft umhergetrieben, κόρη, die Io, Aesch. Prom. 591.

Russian (Dvoretsky)

οἰστροδίνητος: (δῑ) Aesch. = οἰστροδόνητος.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροδίνητος: [ῑ], -ον, ὁ ἕνεκα τοῦ κεντήματος τοῦ οἴστρου, δινούμενος, περιστρεφόμενος μανιωδῶς, Αισχύλ. Πρ. 589· ― οὕτως, οἰστρδόνητος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 572, Ἀριστοφ. Θεσμ. 324· καὶ οἰστρόδονος, ον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 17. Πρβλ. οἰστρήλατος.

Greek Monolingual

οἰστροδίνητος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που στριφογυρίζει με μανία εξαιτίας τσιμπήματος από οίστρο
2. αυτός που έχει κυριευθεί από σφοδρό πάθος («πῶς δι' οὐ κλύω τῆς οἰστροδινήτου κόρης», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. ιπποδίνητος, σφονδυλοδίνητος].

Greek Monotonic

οἰστροδίνητος: [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται σφαδάζοντας από τσίμπημα εντόμου, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

οἰ¯στρο-δίνητος, ον,
driven round and round by the gadfly, Aesch.

English (Woodhouse)

driven by the gadfly

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)