πρωτόπλοος: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protoploos | |Transliteration C=protoploos | ||
|Beta Code=prwto/ploos | |Beta Code=prwto/ploos | ||
|Definition= | |Definition=πρωτόπλοον, Att. contr. [[πρωτόπλους]], ουν,<br><span class="bld">A</span> [[going to sea for the first time]], νηῦς Od.8.35, cf. E.''Hel.''1531; <b class="b3">π. πλάτα</b> the [[first-plied]] oar (of the ship Argo), Id.''Andr.'' 865 (lyr.), cf. S.E.''M.''9.32: metaph., <b class="b3">π. νεότης</b> [[just embarking on the sea]] of love, Pl.''Epigr.''30 ([[varia lectio|v.l.]] [[πρωτοπόρος]]).<br><span class="bld">II</span> [[sailing first]] or [[foremost]], X.''HG''5.1.27: pr.n. of Athenian warship, H.E.K. Schmidt [[Die Namen der attischen Kriegsschiffe]] 7 (v B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:22, 25 August 2023
English (LSJ)
πρωτόπλοον, Att. contr. πρωτόπλους, ουν,
A going to sea for the first time, νηῦς Od.8.35, cf. E.Hel.1531; π. πλάτα the first-plied oar (of the ship Argo), Id.Andr. 865 (lyr.), cf. S.E.M.9.32: metaph., π. νεότης just embarking on the sea of love, Pl.Epigr.30 (v.l. πρωτοπόρος).
II sailing first or foremost, X.HG5.1.27: pr.n. of Athenian warship, H.E.K. Schmidt Die Namen der attischen Kriegsschiffe 7 (v B.C.).
German (Pape)
[Seite 805] att. zsgzn πρωτόπλους, zuerst od. zum ersten Male schiffend; ναῦς, Od. 8, 35; πλάτα, Eur. Andr. 866; Xen. Hell 5, 1, 27; σκάφος heißt die Argo, S. Emp. adv. phys. 1, 32; übertr., παρθένος, ein Mädchen, das sich gewissermaßen zuerst auf das Meer der Liebe wagt, Plat. ep. 6, 4, bei D. L. 3, 31; s. πρωτοβόλος u. πρωτοπόρος.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
1 qui navigue (sur mer) pour la première fois;
2 qui navigue le premier ou en avant.
Étymologie: πρῶτος, πλέω.
Russian (Dvoretsky)
πρωτόπλοος: стяж. πρωτόπλους 2
1 впервые плывущий (νηῦς Hom.; πλάτα Eur.);
2 перен. впервые окунувшийся в волны любви (sc. παρθένος Plat. ap. Diog. L.);
3 плывущий впереди, передний (sc. τριήρεις Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόπλοος: -ον, Ἀττ. συνῃρ. -πλους, ουν· ‒ ὁ διὰ πρώτην φορὰν διαπλέων τὴν θάλασσαν, νηῦς Ὀδ. Θ. 35, Εὐρ. Ἑλ. 1531· πρ. πλάτα, ἡ κατὰ πρῶτον χειρισθεῖσα κώπη (ἐπὶ τοῦ πλοίου Ἀργοῦς), Εὐρ. Ἀνδρ. 865, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 32· ‒ μεταφ., πρ. παρθένος, κόρη νῦν πρῶτον ἀρχομένη νὰ πλέῃ ἐπὶ τῆς θαλάσσης τοῦ ἔρωτος, Πλάτ. Ἐπιγρ. 6. 4 (παρὰ τῷ Διογ. Λ. 3. 31), πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 62 (ἐν τῷ μετώπῳ, περιθωρίῳ)· ἀλλὰ παρ᾿ Ἀθην. 589D, πρωτοπόρος. ΙΙ. ὁ πλέων πρὸ τῶν ἄλλων, ὁ προπλέων, πρόπλους, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 27.
Greek Monotonic
πρωτόπλοος: -ον, Αττ. συνηρ. -πλους, -ουν,
I. αυτός που πλέει στη θάλασσα για πρώτη φορά, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· πρ. πλάτα, τα πρώτα κουπιά που έχουν χρησιμοποιηθεί (στο πλοίο Αργώ), σε Ευρ.
II. αυτός που πλέει πρώτος ή είναι επικεφαλής, σε Ξεν.