ἱεροπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ieroprepis
|Transliteration C=ieroprepis
|Beta Code=i(eropreph/s
|Beta Code=i(eropreph/s
|Definition=ές, [[beseeming a sacred place]], [[person]] or [[matter]], ὄνομα Pl.''Thg.''122e; [[τέχνη]], of [[cookery]], Men.130; κνῖσα Luc. ''Sacr.''13; of persons, ἱεροπρεπέστατος τῶν προγεγενημένων X.''Smp.''8.40, cf. D.C.56.46, [[LXX]] ''4 Ma.''9.25, ''Ep.Tit.''2.3. Adv. [[ἱεροπρεπῶς]] = [[in manner worthy of a sacred personage]] ''Michel'' 163.21 (Delos, ii B.C.), ''Inscr.Prien.''109.216 (ii B.C.), Str.12.5.3, Beros. ap. J. ''Ap.''1.19.
|Definition=ἱεροπρεπές, [[beseeming a sacred place]], [[beseeming a sacred person]] or [[beseeming a sacred matter]], ὄνομα Pl.''Thg.''122e; [[τέχνη]], of [[cookery]], Men.130; κνῖσα Luc. ''Sacr.''13; of persons, ἱεροπρεπέστατος τῶν προγεγενημένων X.''Smp.''8.40, cf. D.C.56.46, [[LXX]] ''4 Ma.''9.25, ''Ep.Tit.''2.3. Adv. [[ἱεροπρεπῶς]] = [[in manner worthy of a sacred personage]] ''Michel'' 163.21 (Delos, ii B.C.), ''Inscr.Prien.''109.216 (ii B.C.), Str.12.5.3, Beros. ap. J. ''Ap.''1.19.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 09:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροπρεπής Medium diacritics: ἱεροπρεπής Low diacritics: ιεροπρεπής Capitals: ΙΕΡΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: hieroprepḗs Transliteration B: hieroprepēs Transliteration C: ieroprepis Beta Code: i(eropreph/s

English (LSJ)

ἱεροπρεπές, beseeming a sacred place, beseeming a sacred person or beseeming a sacred matter, ὄνομα Pl.Thg.122e; τέχνη, of cookery, Men.130; κνῖσα Luc. Sacr.13; of persons, ἱεροπρεπέστατος τῶν προγεγενημένων X.Smp.8.40, cf. D.C.56.46, LXX 4 Ma.9.25, Ep.Tit.2.3. Adv. ἱεροπρεπῶς = in manner worthy of a sacred personage Michel 163.21 (Delos, ii B.C.), Inscr.Prien.109.216 (ii B.C.), Str.12.5.3, Beros. ap. J. Ap.1.19.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui convient à une personne ou à une chose sacrée, digne d'une personne ou d'une chose sainte.
Étymologie: ἱερός, πρέπω.

German (Pape)

ές, dem Heiligen geziemend, anständig, ehrwürdig; καὶ νῦν ἐν τῇ ἑορτῇ δοκεῖς ἱεροπρεπέστατος εἶναι τῶν προγεγενημένων Xen. Symp. 8.40, du scheinst den meisten priesterlichen Anstand zu haben; ὄνομα Plat. Theag. 122d; ἡ κνίσσα θεσπέσιος καὶ ἱεροπρεπής Luc. sacrific. 13.
• Adv., Sp., wie Heraclid. alleg.Hom. 2.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροπρεπής:
1 достойный священного места, приличествующий священным целям (κνῖσα Luc.; ἐν καταστήματι NT);
2 священный (ὄνομα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροπρεπής: -ές, ἐμπρέπων εἰς ἱερὸν τόπον, πρόσωπονπρᾶγμα, σεβάσμιος, Πλάτ. Θεάγ. 112 D, Λουκ.· ἱεροπρεπέστατος Ξεν. Συμπ. 8, 40. ― Επίρρ. -πῶς, Στράβ. 567, Βηρωσὸς παρ’ Ἰωσήπ. κατὰ Ἀππίωνος 1. 20 (;), Συλλ. Ἐπιγρ. 2270. 21. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱεροπρεπῶς· θεοπρεπῶς».

English (Strong)

from ἱερός and the same as πρέπω; reverent: as becometh holiness.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἱεροπρεπής, -ές)
1. αυτός που αρμόζει σε ιερό πρόσωπο ή σε ιερή τελετή
2. (για πρόσ.) σεβάσμιος, αξιοσέβαστος.
επίρρ...
ιεροπρεπώς (Α ἱεροπρεπῶς)
με ιεροπρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιοπρεπής, μεγάλοπρεπής].

Greek Monotonic

ἱεροπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που ταιριάζει, αρμόζει σε ιερό χώρο, αξιοσέβαστος, ιερός, διαπρεπής, σεβάσμιος, σε Πλάτ., Λουκ.· ἱεροπρεπέστατος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἱερο-πρεπής, ές πρέπω
beseeming a sacred place, person or matter, holy, reverend, Plat., Luc.; ἱεροπρεπέστατος Xen.

Chinese

原文音譯:ƒeroprep»j 希誒羅-普雷胚士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:聖的-理應
字義溯源:恭敬的,受尊敬的,聖的,虔敬的;由(ἱερός)*=聖的)與(πρέπω)*=合宜)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 要虔敬(1) 多2:3