ὁμοθάλαμος: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omothalamos | |Transliteration C=omothalamos | ||
|Beta Code=o(moqa/lamos | |Beta Code=o(moqa/lamos | ||
|Definition=[θᾰ], ον, [[living in the same house]], c. gen., | |Definition=[θᾰ], ον, [[living in the same house]], c. gen., Pi. ''P.''11.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
[θᾰ], ον, living in the same house, c. gen., Pi. P.11.2.
German (Pape)
[Seite 334] in demselben Gemache wohnend, Hausgenosse, Νηρηΐδων, Pind. P. 11, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui habite la même chambre, la même demeure.
Étymologie: ὁμός, θάλαμος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοθάλαμος: сожитель или сосед ййй (Νηρηῖδων Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοθάλᾰμος: -ον, ὁ ζῶν ἐν τῷ αὐτῷ θαλάμῳ ἢ ἐν τῇ αὐτῇ οἰκίᾳ, μετὰ γεν., Πινδ. Π. 11. 4.
English (Slater)
ὁμοθᾰλᾰμος, -ον sharing a dwelling with c. gen. Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα ποντιᾶν ὁμοθάλαμε Νηρηίδων (P. 11.2)
Greek Monolingual
ὁμοθάλαμος, -ον (Α)
αυτός που ζει στην ίδια οικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + θάλαμος (πρβλ. νεοθάλαμος)].
Greek Monotonic
ὁμοθάλᾰμος: [θᾰ], -ον, αυτός που ζει στο ίδιο δωμάτιο μαζί με κάποιον άλλο, με γεν., σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὁμο-θάλᾰμος, ον,
living in the same chamber with another, c. gen., Pind.