πολύδενδρος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polydendros | |Transliteration C=polydendros | ||
|Beta Code=polu/dendros | |Beta Code=polu/dendros | ||
|Definition= | |Definition=πολύδενδρον, [[abounding in trees]], of a [[country]], Str.17.3.4: heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου [[θάλαμος|θαλάμαις]] = deep-wooded coverts of Olympus, much-wooded coverts of Olympos E.Ba.560 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
πολύδενδρον, abounding in trees, of a country, Str.17.3.4: heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου θαλάμαις = deep-wooded coverts of Olympus, much-wooded coverts of Olympos E.Ba.560 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 661] = Vorigem; Eur. hat den dat. plur. πολυδένδρεσσιν (s. δένδρος), Bacch. 560.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abondant en arbres.
Étymologie: πολύς, δένδρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύδενδρος -ον, ep. πολυδένδρεος [πολύς, δένδρον] dat. plur. πολυδένδρεσσι, bosrijk.
Russian (Dvoretsky)
πολύδενδρος: (dat. pl. πολυδένδρεσσι) Eur. = πολυδένδρεος.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύδενδρος, -ον, ΝΜΑ, και πολύδεντρος Ν
(για τόπο) αυτός που έχει πολλά δέντρα, ο κατάφυτος από δέντρα (α. «ώς μέσα εις τα πολύδενδρα δάση... εισπνέει το... φύσημα», Κάλβ.
β. «μεγαλόδενδρός τε καὶ πολύδενδρος ὑπερβαλλόντως ἐστὶ και πάμφορος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δένδρον (πρβλ. άδενδρος)].
Greek Monotonic
πολύδενδρος: -ον (δένδρον), αυτός που έχει πολλά δέντρα, άφθονος σε δέντρα, ετερόκλ. δοτ. πληθ. πολυδένδρεσσι, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύδενδρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ δένδρα, πλούσιος εἰς ἀφθονίαν δένδρων, ἐπὶ χώρας, Στράβ. 826· ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. πολυδένδρεσσι Εὐρ. Βάκχ. 560.
Middle Liddell
πολύ-δενδρος, ον, δένδρον
with many trees, abounding in trees, heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσι Eur.