ἱανογλέφαρος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ianoglefaros | |Transliteration C=ianoglefaros | ||
|Beta Code=i(anogle/faros | |Beta Code=i(anogle/faros | ||
|Definition=[ῐ], ον,= <b class="b3">μαλακο-βλέφαρος</b>, prob. l. in | |Definition=[ῐ], ον, = <b class="b3">μαλακο-βλέφαρος</b>, prob. l. in Alcm.23.69: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱανογλέφαρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μάτια με βιολετί [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιο</i>-<i>γλέφαρος</i>, με [[παρέκταση]] [[κατά]] τα σύνθ. με α' συνθετικό <i>κυανο</i>-([[πρβλ]]. [[κυανοβλέφαρος]])]. | |mltxt=[[ἱανογλέφαρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μάτια με βιολετί [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιο</i>-<i>γλέφαρος</i>, με [[παρέκταση]] [[κατά]] τα σύνθ. με α' συνθετικό <i>κυανο</i>-([[πρβλ]]. [[κυανοβλέφαρος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:49, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], ον, = μαλακο-βλέφαρος, prob. l. in Alcm.23.69:
Greek Monolingual
ἱανογλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μάτια με βιολετί χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιο-γλέφαρος, με παρέκταση κατά τα σύνθ. με α' συνθετικό κυανο-(πρβλ. κυανοβλέφαρος)].