Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἱανογλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ianoglefaros
|Transliteration C=ianoglefaros
|Beta Code=i(anogle/faros
|Beta Code=i(anogle/faros
|Definition=[ῐ], ον,= <b class="b3">μαλακο-βλέφαρος</b>, prob. l. in <span class="bibl">Alcm.23.69</span>:
|Definition=[ῐ], ον, = <b class="b3">μαλακο-βλέφαρος</b>, prob. l. in Alcm.23.69:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱανογλέφαρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μάτια με βιολετί [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιο</i>-<i>γλέφαρος</i>, με [[παρέκταση]] [[κατά]] τα σύνθ. με α' συνθετικό <i>κυανο</i>-([[πρβλ]]. [[κυανοβλέφαρος]])].
|mltxt=[[ἱανογλέφαρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μάτια με βιολετί [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιο</i>-<i>γλέφαρος</i>, με [[παρέκταση]] [[κατά]] τα σύνθ. με α' συνθετικό <i>κυανο</i>-([[πρβλ]]. [[κυανοβλέφαρος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱᾰνογλέφᾰρος Medium diacritics: ἱανογλέφαρος Low diacritics: ιανογλέφαρος Capitals: ΙΑΝΟΓΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: hianoglépharos Transliteration B: hianoglepharos Transliteration C: ianoglefaros Beta Code: i(anogle/faros

English (LSJ)

[ῐ], ον, = μαλακο-βλέφαρος, prob. l. in Alcm.23.69:

Greek Monolingual

ἱανογλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μάτια με βιολετί χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιο-γλέφαρος, με παρέκταση κατά τα σύνθ. με α' συνθετικό κυανο-(πρβλ. κυανοβλέφαρος)].