στοίχημα: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stoichima
|Transliteration C=stoichima
|Beta Code=stoi/xhma
|Beta Code=stoi/xhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">deposit</b>, <span class="bibl">Eust.1312.21</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[deposit]], Eust.1312.21.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] τό, Vertrag, Preis, Belohnung, erst sehr Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] τό, Vertrag, Preis, Belohnung, erst sehr Sp.
}}
{{ls
|lstext='''στοίχημα''': τό, [[συμφωνία]], [[ὑπόσχεσις]], Βυζ.· - [[παρακαταθήκη]], Εὐστ. 1312. 21.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜ [[στοιχῶ]]<br />[[συμφωνία]] [[μεταξύ]] δύο προσώπων με διαφορετική ή και αντίθετη [[γνώμη]] για [[κάτι]], βάσει της οποίας [[εκείνος]] του οποίου η [[γνώμη]] ή η [[πρόγνωση]] αποδεικνύεται σωστή παίρνει από τον [[άλλο]] μια [[αμοιβή]], [[συνήθως]] ορισμένο χρηματικό [[ποσό]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> χρηματικό [[ποσό]] ή [[αντικείμενο]] το οποίο ορίζεται ως [[αμοιβή]] της [[παραπάνω]] συμφωνίας («τί [[στοίχημα]] βάζεις;»)<br /><b>2.</b> χρηματικό [[ποσό]] που ποντάρει [[κανείς]] στον ιππόδρομο ή σε [[άλλο]] [[αγώνισμα]] ή [[παιχνίδι]]<br /><b>3.</b> <b>(νομ.)</b> [[σύμβαση]] αντιπαράθεσης ισχυρισμών με τον όρο χρηματικής καταβολής ή άλλης ποινής, στην [[περίπτωση]] που [[οποιοσδήποτε]] από τους ισχυρισμούς αυτούς αποδειχθεί [[αναληθής]] ή [[ανεφάρμοστος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συμφωνία]].
}}
}}

Latest revision as of 12:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοίχημα Medium diacritics: στοίχημα Low diacritics: στοίχημα Capitals: ΣΤΟΙΧΗΜΑ
Transliteration A: stoíchēma Transliteration B: stoichēma Transliteration C: stoichima Beta Code: stoi/xhma

English (LSJ)

-ατος, τό, deposit, Eust.1312.21.

German (Pape)

[Seite 946] τό, Vertrag, Preis, Belohnung, erst sehr Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στοίχημα: τό, συμφωνία, ὑπόσχεσις, Βυζ.· - παρακαταθήκη, Εὐστ. 1312. 21.

Greek Monolingual

το, ΝΜ στοιχῶ
συμφωνία μεταξύ δύο προσώπων με διαφορετική ή και αντίθετη γνώμη για κάτι, βάσει της οποίας εκείνος του οποίου η γνώμη ή η πρόγνωση αποδεικνύεται σωστή παίρνει από τον άλλο μια αμοιβή, συνήθως ορισμένο χρηματικό ποσό
νεοελλ.
1. συνεκδ. χρηματικό ποσό ή αντικείμενο το οποίο ορίζεται ως αμοιβή της παραπάνω συμφωνίας («τί στοίχημα βάζεις;»)
2. χρηματικό ποσό που ποντάρει κανείς στον ιππόδρομο ή σε άλλο αγώνισμα ή παιχνίδι
3. (νομ.) σύμβαση αντιπαράθεσης ισχυρισμών με τον όρο χρηματικής καταβολής ή άλλης ποινής, στην περίπτωση που οποιοσδήποτε από τους ισχυρισμούς αυτούς αποδειχθεί αναληθής ή ανεφάρμοστος
μσν.
συμφωνία.