κακόσιτος: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakositos | |Transliteration C=kakositos | ||
|Beta Code=kako/sitos | |Beta Code=kako/sitos | ||
|Definition=κακόσιτον,<br><span class="bld">A</span> [[eating badly]], i.e. [[having a poor appetite]], [[fastidious]], Hp.''Steril.''215, Eub.17; ὁ περὶ τὰ σιτία δυσχερής Pl. ''R.''475c, Ael.''NA''3.45, cf. Arr.''Cyn.''8.2.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[fastidious]], <b class="b3">πρὸς Κύπριν οὐ κ.</b> (of Priapus), <b class="b3">Ἀρχ.Δελτ</b>. 2 ''App.''47 (Thyrrheum). | |Definition=κακόσιτον,<br><span class="bld">A</span> [[eating badly]], i.e. [[having a poor appetite]], [[fastidious]], Hp.''Steril.''215, Eub.17; ὁ περὶ τὰ σιτία δυσχερής [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]''475c, Ael.''NA''3.45, cf. Arr.''Cyn.''8.2.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[fastidious]], <b class="b3">πρὸς Κύπριν οὐ κ.</b> (of Priapus), <b class="b3">Ἀρχ.Δελτ</b>. 2 ''App.''47 (Thyrrheum). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:46, 21 December 2024
English (LSJ)
κακόσιτον,
A eating badly, i.e. having a poor appetite, fastidious, Hp.Steril.215, Eub.17; ὁ περὶ τὰ σιτία δυσχερής Pl.R.475c, Ael.NA3.45, cf. Arr.Cyn.8.2.
2 metaph., fastidious, πρὸς Κύπριν οὐ κ. (of Priapus), Ἀρχ.Δελτ. 2 App.47 (Thyrrheum).
German (Pape)
[Seite 1303] Mangel an Eßlust habend, Eubul. bei Ath. VI, 248 c; Gegensatz von φιλόσιτος, Plat. Rep. V, 475 c; ekel, Ael. H. A. 3, 45.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans appétit ; dégoûté.
Étymologie: κακός, σῖτος.
Greek Monolingual
-η, -ο
(Α κακόσιτος, -ον)
αυτός που υποσιτίζεται, που δεν τρέφεται καλά, κακοθρεμμένος, ισχνός
αρχ.
1. δύσκολος στο φαγητό, αυτός που δεν έχει όρεξη για τροφή, ανόρεχτος
2. μτφ. αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με κάτι, δύσκολος, απαιτητικός («πρὸς τὴν Κύπριν οὐ κακόσιτος», επίγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σιτος (< σίτος), πρβλ. μετριόσιτος, φιλόσιτος].
Greek Monotonic
κᾰκόσῑτος: -ον, δύσκολος ως προς την τροφή, δηλ. αυτός που δεν έχει όρεξη, δυσκολοϊκανοποίητος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόσῑτος: не имеющий аппетита, чувствующий отвращение к пище Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόσιτος -ον [κακός, σῖτος] met slechte eetlust.
Middle Liddell
κᾰκό-σῑτος, ον
eating badly, i. e. having no appetite, fastidious, Plat.