κακότροπος: Difference between revisions
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakotropos | |Transliteration C=kakotropos | ||
|Beta Code=kako/tropos | |Beta Code=kako/tropos | ||
|Definition=κακότροπον,<br><span class="bld">A</span> [[malignant]], D.C.52.2, Vett.Val.74.12, ''PMasp.''97ii20 (vi A.D.): Comp., D.C.''Fr.''85.1: Sup., Zen.5.41. Adv. [[κακοτρόπως]] D.C.47.4.<br><span class="bld">2</span> of animals, [[mischievous]], κτήνη ''Hippiatr.''129.<br><span class="bld">II</span> Medic., [[malignant]], Antyll. ap. Orib.9.23.13. | |Definition=κακότροπον,<br><span class="bld">A</span> [[malignant]], [[wicked]], [[malign]], D.C.52.2, Vett.Val.74.12, ''PMasp.''97ii20 (vi A.D.): Comp., D.C.''Fr.''85.1: Sup., Zen.5.41. Adv. [[κακοτρόπως]] = [[perversely]], [[maliciously]] D.C.47.4.<br><span class="bld">2</span> of animals, [[mischievous]], κτήνη ''Hippiatr.''129.<br><span class="bld">II</span> Medic., [[malignant]], Antyll. ap. Orib.9.23.13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 16:38, 10 May 2024
English (LSJ)
κακότροπον,
A malignant, wicked, malign, D.C.52.2, Vett.Val.74.12, PMasp.97ii20 (vi A.D.): Comp., D.C.Fr.85.1: Sup., Zen.5.41. Adv. κακοτρόπως = perversely, maliciously D.C.47.4.
2 of animals, mischievous, κτήνη Hippiatr.129.
II Medic., malignant, Antyll. ap. Orib.9.23.13.
German (Pape)
[Seite 1304] von schlechtem Charakter, boshaft oder tückisch handelnd, Sp., D. Cass. 52, 2; auch adv., ibid. 47, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'un mauvais naturel, pervers, fourbe.
Étymologie: κακός, τρόπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακότροπος -ον [κακός, τρόπος] verdorven.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ κακότροπος, -ον)
αυτός που έχει κακούς τρόπους, ανάγωγος, δύστροπος, στρυφνός, μοχθηρός, βάναυσος
μσν.
1. κακοποιός
2. άξεστος, αγροίκος
3. κακόβουλος, επίβουλος, ύπουλος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακότροπον
κακή διάθεση, δυστροπία
μσν.-αρχ.
κακοποιός, βλαβερός («κακότροπα κτήνη», Ιππιατρ.)
αρχ.
ιατρ. κακοήθης.
επίρρ...
κακοτρόπως (Α)
με κακό τρόπο, βάναυσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τροπος (< τρόπος), πρβλ. βεβαιότροπος, παλαιότροπος].
Greek Monotonic
κᾰκότροπος: -ον, δύστροπος, άχρειος.
Greek (Liddell-Scott)
κακότροπος: -ον, κακὸς τοὺς τρόπους, μοχθηρός, διεστραμμένος, δύστροπος, Δίων Κ. 52· 2, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 38, 26, Ζηνοβ. Παροιμ. 5. 41. ― Ἐπίρρ. -πως Δίων Κ. 47. 4.
Middle Liddell
κᾰκό-τροπος, ον
mischievous, malignant.