παρεργάτης: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parergatis | |Transliteration C=parergatis | ||
|Beta Code=parerga/ths | |Beta Code=parerga/ths | ||
|Definition=[γᾰ], ου, ὁ, ([[πάρεργον]]) [[workman in addition]], <b class="b3">κομψός γ' ὁ κῆρυξ καὶ π. λόγων</b>, i.e. argumentative too, E.''Supp.''426:—later παρεργ-είτης, ου, ὁ, [[assistant]] in a trade, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1731.19 (iii A. D.). | |Definition=[γᾰ], ου, ὁ, ([[πάρεργον]]) [[workman in addition]], <b class="b3">κομψός γ' ὁ κῆρυξ καὶ π. λόγων</b>, i.e. argumentative too, [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''426:—later παρεργ-είτης, ου, ὁ, [[assistant]] in a trade, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1731.19 (iii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:27, 15 November 2024
English (LSJ)
[γᾰ], ου, ὁ, (πάρεργον) workman in addition, κομψός γ' ὁ κῆρυξ καὶ π. λόγων, i.e. argumentative too, E.Supp.426:—later παρεργ-είτης, ου, ὁ, assistant in a trade, POxy.1731.19 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 518] ὁ, Einer der lauter Nebendinge treibt, π. λόγων, ein müssiger Schwätzer, Eur. Suppl. 442, u. in später Prosa.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
mauvais artisan, mauvais auxiliaire.
Étymologie: παρά, ἐργάζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρεργάτης -ου, ὁ [πάρεργος] bewerker (in aanvulling op iets);. κομψός γε... καὶ π. λόγων subtiel en nog een praatjesmaker ook Eur. Suppl. 426.
Russian (Dvoretsky)
παρεργάτης: ου (γᾰ) ὁ любитель ненужных дел, бездельник: π. λόγων Eur. пустомеля.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που εκτός από την κύρια ασχολία του έχει και άλλη επιπρόσθετη, αυτός που ασχολείται επιπροσθέτως με κάτι ως πάρεργο («κομψός γ' ὁ κήρυξ καὶ παρεργάτης λόγων», Ευρ.).
Greek Monotonic
παρεργάτης: -ου, ὁ, εργάτης για μικροδουλειές, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
παρεργάτης: -ου, ὁ, (πάρεργον) ὁ ἐργάτης παρέργων, μηδαμινῶν πραγμάτων, κομψός γ’ ὁ κῆρυξ καὶ π. λόγων Εὐρ. Ἱκ. 426.
Middle Liddell
παρ-εργάτης, ου, ὁ,
a pottering workman, Eur.