χρυσόλιθος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chrysolithos | |Transliteration C=chrysolithos | ||
|Beta Code=xruso/liqos | |Beta Code=xruso/liqos | ||
|Definition=ὁ, [[topaz]], [[LXX]] ''Ex.''28.20, 36.20 (39.13), D.S.2.52, ''Apoc.''21.20, Plin.''HN''37.126, Orph.''L.''298,300, ''PLond.''3.928.15 (iii A. D.). | |Definition=ὁ, [[topaz]], [[LXX]] ''Ex.''28.20, 36.20 (39.13), [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.52, ''Apoc.''21.20, Plin.''HN''37.126, Orph.''L.''298,300, ''PLond.''3.928.15 (iii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:46, 27 March 2024
English (LSJ)
ὁ, topaz, LXX Ex.28.20, 36.20 (39.13), D.S.2.52, Apoc.21.20, Plin.HN37.126, Orph.L.298,300, PLond.3.928.15 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1381] ἡ, Goldstein, ein durchsichtiger Edelstein von Goldfarbe, der Topas der ältern Griechen, Plin. H. N. 37, 9,42.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόλῐθος: ὁ хрисолит (предполож. разновидность топаза) Diod., NT.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόλῐθος: ὁ, ἴσως καὶ ἡ, λαμπρὸς τις κιτρινωπὸς πολύτιμος λίθος (ἴσως τὸ νῦν καλούμενον τοπάζιον), Διόδ. 2. 52, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 20, ΛΘ΄, 11)· πρβλ. Πλίν. 37. 42.
English (Strong)
from χρυσός and λίθος; gold-stone, i.e. a yellow gem ("chrysolite"): chrysolite.
English (Thayer)
χρυσολιθου, ὁ (χρυσός and λίθος), chrysolith, chrysolite, a precious stone of a golden color; our topaz (cf. BB. DD., under the word Chrysolite; especially Riehm, HWB, under the word Edelsteine 5,19): Diodorus 2,52; Josephus, Antiquities 3,7, 5; the Sept. for תַּרְשִׁישׁ, Aq.).)
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
(ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό του σιδήρου και του μαγνησίου, που ανήκει στην ομάδα του ολιβίνη
αρχ.
είδος πολύτιμου λίθου με χρυσές ανταύγειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + λίθος (πρβλ. χαλκόλιθος). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chrysolite, μέσω του λατ. chrysolithos].
Chinese
原文音譯:crusÒliqoj 赫呂所-利拖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:黃金色-石 相當於: (תַּרְשִׁישׁ)
字義溯源:金黃色石頭,黃璧璽,貴橄欖石,黃玉;由(χρυσός)*=金)與(λίθος)*=石)組成
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 黃璧璽(1) 啓21:20
French (New Testament)
ου (ὁ) chrysolithe, topaze, pierre précieuse d'or jaune
χρυσός, λίθος