ἔπακμος: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Blüthe" to "Blüte") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0896.png Seite 896]] 1) der | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0896.png Seite 896]] 1) der Blüte nahe, [[κόρη]], bald mannbar, D. Hal. 4, 28, [[varia lectio|v.l.]] [[ἐπίγαμος]]. – 2) zugespitzt, scharf, [[ὀδούς]] Plut. sol. anim. 10. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 16:42, 17 February 2024
English (LSJ)
ἔπακμον, (ἀκμή)
A in the bloom of age, κόραι D.H.4.28 (v.l.).
II pointed, ἄκανθα Dsc.1.90; ὀδούς Plu.2.966c; sharp-edged, Sor.1.80; σμιλίον Gal. ap. Orib.inc.12.1.
German (Pape)
[Seite 896] 1) der Blüte nahe, κόρη, bald mannbar, D. Hal. 4, 28, v.l. ἐπίγαμος. – 2) zugespitzt, scharf, ὀδούς Plut. sol. anim. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pointu, acéré.
Étymologie: ἐπί, ἀκμή.
Russian (Dvoretsky)
ἔπακμος: досл. достигший расцвета, перен. крепкий (ὀδοὺς ἔ. καὶ ὀξύς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔπακμος: -ον, (ἀκμὴ) ὁ ἐν ἀκμῇ, ἐπάκμους κόρας = ἐπιγάμους, ὡραίας γάμου, Διον. Ἁλ. 4. 28. ΙΙ. ἔχων ἀκμήν, δηλ. αἰχμήν, λήγων εἰς ὀξύ, «μυτερός», ἄκανθα, Διοσκ. 1. 119· ὁδοὺς Πλούτ. 2. 966C.
Greek Monolingual
ἐπακμος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται σε ακμή, σε ωριμότητα («κόρας ἐπάκμους» — κόρες σε ηλικία γάμου, επίγαμες)
2. οξύς, μυτερός, που καταλήγει σε οξεία αιχμή («ἔπακμον καὶ ὀξὺν ὀδόντα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακμή].