κατοικτίζω: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katoiktizo
|Transliteration C=katoiktizo
|Beta Code=katoikti/zw
|Beta Code=katoikti/zw
|Definition=Att. fut. -ιῶ A.''Supp.''903: = [[κατοικτείρω]] ([[have mercy]], [[have compassion]], [[feel compassion]], [[show compassion]], [[show compassion]]), c. acc. rei,<br><span class="bld">A</span> πόνους S.''OC''384, etc.; <b class="b3">λακὶς χιτῶνος ἔργον</b> (i.e. χιτῶνα) <b class="b3"> οὐ κατοικτιεῖ</b> A.l.c.:—Med., [[bewail oneself]], [[utter lamentations]], [[Herodotus|Hdt.]]2.121.γ, 3.156, A.''Eu.''121 (prob.); <b class="b3">τί κατοικτίζει μάτην</b>; Id.''Pr.''36:—aor. Pass. κατῳκτίσθην E.''IA''686: c.acc., as in Act., στρατόν A.''Pers.''1062 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> causal, [[excite pity]], ῥήματα… κατοικτίσαντά πως S.''OC''1282.
|Definition=Att. fut. -ιῶ A.''Supp.''903: = [[κατοικτείρω]] ([[have mercy]], [[have compassion]], [[feel compassion]], [[show compassion]], [[show compassion]]), c. acc. rei,<br><span class="bld">A</span> πόνους [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''384, etc.; <b class="b3">λακὶς χιτῶνος ἔργον</b> (i.e. χιτῶνα) <b class="b3"> οὐ κατοικτιεῖ</b> A.l.c.:—Med., [[bewail oneself]], [[utter lamentations]], [[Herodotus|Hdt.]]2.121.γ, 3.156, A.''Eu.''121 (prob.); <b class="b3">τί κατοικτίζει μάτην</b>; Id.''Pr.''36:—aor. Pass. κατῳκτίσθην E.''IA''686: c.acc., as in Act., στρατόν [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''1062 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> causal, [[excite pity]], ῥήματα… κατοικτίσαντά πως [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1282.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατοικτίζω [κάτοικτος] Ion. imperf. med. 3 sing. κατοικτίζετο; fut. κατοικτιῶ medelijden hebben, met acc. v. (oor)zaak; med. met aor. pass. jammeren, klagen: abs.:; εἰ κατῳκτίσθην ἄγαν als ik te veel gejammerd heb Eur. IA. 686; met acc.: στρατόν om het leger Aeschl. Pers. 1062 ( lyr. ). causat. medelijden oproepen.
|elnltext=κατοικτίζω [κάτοικτος] Ion. imperf. med. 3 sing. κατοικτίζετο; fut. κατοικτιῶ medelijden hebben, met acc. v. (oor)zaak; med. met aor. pass. jammeren, klagen: abs.:; εἰ κατῳκτίσθην ἄγαν als ik te veel gejammerd heb Eur. IA. 686; met acc.: στρατόν om het leger Aeschl. Pers. 1062 (lyr.). causat. medelijden oproepen.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 06:45, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικτίζω Medium diacritics: κατοικτίζω Low diacritics: κατοικτίζω Capitals: ΚΑΤΟΙΚΤΙΖΩ
Transliteration A: katoiktízō Transliteration B: katoiktizō Transliteration C: katoiktizo Beta Code: katoikti/zw

English (LSJ)

Att. fut. -ιῶ A.Supp.903: = κατοικτείρω (have mercy, have compassion, feel compassion, show compassion, show compassion), c. acc. rei,
A πόνους S.OC384, etc.; λακὶς χιτῶνος ἔργον (i.e. χιτῶνα) οὐ κατοικτιεῖ A.l.c.:—Med., bewail oneself, utter lamentations, Hdt.2.121.γ, 3.156, A.Eu.121 (prob.); τί κατοικτίζει μάτην; Id.Pr.36:—aor. Pass. κατῳκτίσθην E.IA686: c.acc., as in Act., στρατόν A.Pers.1062 (lyr.).
II causal, excite pity, ῥήματα… κατοικτίσαντά πως S.OC1282.

German (Pape)

[Seite 1403] bemitleiden, bedauern; πάθος Aesch. Eum. 119; τοὺς σοὺς πόνους θεοὶ κατοικτιοῦσιν Soph. O. C. 385; τὰς ξυμφοράς Eur. Heracl. 153; absolut, ῥήματα κατοικτίσαντα, Worte des Mitleids, Soph. O. C. 1284; übertr., schonen, λακὶς χιτῶνος ἔργον οὐ κατοικτιεῖ Aesch. Suppl. 880. – Med. = act.; Aesch. Prom. 36; κατοίκτισαι στρατόν Pers. 1062. – Aber bei Her. 3, 156 = sich beklagen, um Anderer Mitleid zu gewinnen; so auch κατῳκτίσθην Eur. I. A. 686.

French (Bailly abrégé)

f. κατοικτίσω, att. κατοικτιῶ;
1 avoir pitié de, acc.;
2 exciter la pitié;
3 faire prendre en pitié, faire paraître misérable, acc.;
Moy. κατοικτίζομαι (f. κατοικτιοῦμαι);
1 s'apitoyer sur, acc.;
2 se lamenter.
Étymologie: κατά, οἰκτίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοικτίζω [κάτοικτος] Ion. imperf. med. 3 sing. κατοικτίζετο; fut. κατοικτιῶ medelijden hebben, met acc. v. (oor)zaak; med. met aor. pass. jammeren, klagen: abs.:; εἰ κατῳκτίσθην ἄγαν als ik te veel gejammerd heb Eur. IA. 686; met acc.: στρατόν om het leger Aeschl. Pers. 1062 (lyr.). causat. medelijden oproepen.

Russian (Dvoretsky)

κατοικτίζω: (fut. κατοικτίσω - атт. κατοικτιῶ) тж. med.
1 чувствовать сострадание, жалеть, сочувствовать (πάθος, τινά Aesch.; τοὺς πόνους τινός Soph.; συμφοράς τινος Eur.);
2 вызывать или внушать сострадание (ῥήματα κατοικίσαντα Soph.);
3 жаловаться, плакаться, сетовать (ἐπί τι Her.);
4 жалеть, щадить (χιτῶνος ἔργον Aesch.);
5 жалеть, оплакивать (στρατόν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

κατοικτίζω: κατοικτείρω, μετ’ αἰτ. πράγμ., Σοφ. Ο. Κ. 384, κτλ.· λακὶς χιτῶνος ἔργον (ὅ ἐστι χιτῶνα) οὐ κατοικτιεῖ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 903.― Μέσ., θρηνῶ δι’ ἐμαυτόν, ἐκφέρω θρήνους, Ἡρόδ., 3. 156, Αἰσχύλ. Πρ. 36· καὶ πιθ. κατοικτίζει (ἀντὶ -εις) διορθωτέον ἐν Εὐμ. 121· οὕτως ἐν τῷ παθ. ἀορ. κατῳκτίσθην, Εὐρ. Ι. Α. 686·― μετ’ αἰτ. πράγμ. ὡς ἐν τῷ ἐνεργ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 1062. ΙΙ. Μεταβ. ἐνεργείας, κινῶ τὸν οἶκτον, ῥήματα… κατοικτίσαντά πως Σοφ. Ο. Κ. 1282.

Greek Monolingual

κατοικτίζω (Α)
1. ευσπλαγχνίζομαι κάποιον, κατοικτείρω («τοὺς δὲ σοὺς ὅποι θεοὶ πόνους κατοικτιοῦσιν οὐκ ἔχω μαθεῖν», Σοφ.)
2. εγείρω τον οίκτο («τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἤ τέρψαντά τι ἤ δυσχεράναντ' ἤ κατοικτίσαντά πως», Σοφ.)
3. μέσ. κατοικτίζομαι
θρηνώ για τον εαυτό μου, λυπάμαι τον εαυτό μου («τὸν ἂν ἴδωνται ἀποκλαύσαντα ἢ κατοικτισάμενον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οἰκτίζω «δείχνω οίκτο, λυπάμαι» (< οἶκτος)].

Greek Monotonic

κατοικτίζω: μέλ. —σω = κατοικτείρω, σε Σοφ.
I. Μέσ., θρηνώ κάποιον, εκφέρω θρήνους, θρηνολογώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ομοίως στον Παθ. αόρ. αʹ κατῳκτίσθην, σε Ευρ.· με αιτ. πράγμ. όπως στην Ενεργ., σε Αισχύλ.
II. μτβ., υποκινώ, εγείρω τον οίκτο, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. σω = κατοικτείρω
I. Soph.:—Mid. to bewail oneself, utter lamentations, Hdt., Aesch.; so in aor1 pass. κατῳκτίσθην, Eur.;—c. acc. rei, as in Act., Aesch.
II. Causal, to excite pity, Soph.