διοίχομαι: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dioichomai | |Transliteration C=dioichomai | ||
|Beta Code=dioi/xomai | |Beta Code=dioi/xomai | ||
|Definition=fut. -οιχήσομαι: pf.<br><span class="bld">A</span> διοίχημαι [[Herodotus|Hdt.]]4.136:—to [[be quite gone by]], [[my doom is sealed]] <b class="b3">ἡμέραι διοίχηνται</b> Id. l. c.; of persons and things, to [[be clean gone]], [[to have perished]], τἀμὰ γὰρ διοίχεται A.''Fr.''138, cf. [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''973, E. ''Or.''181 (lyr.), Ar.''Th.''609, etc.; rare in Prose, [[Herodotus|Hdt.]] [[l.c.]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 87e.<br><span class="bld">II</span> to [[be gone through]], [[ended]], ὁ λόγος διοίχεται S.''OC''574 (codd. recc. for [[διέρχεται]]); χἠ δίκη δ. E.''Supp.''530. | |Definition=fut. -οιχήσομαι: pf.<br><span class="bld">A</span> διοίχημαι [[Herodotus|Hdt.]]4.136:—to [[be quite gone by]], [[my doom is sealed]] <b class="b3">ἡμέραι διοίχηνται</b> Id. l. c.; of persons and things, to [[be clean gone]], [[to have perished]], τἀμὰ γὰρ διοίχεται A.''Fr.''138, cf. [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''973, E. ''Or.''181 (lyr.), Ar.''Th.''609, etc.; rare in Prose, [[Herodotus|Hdt.]] [[l.c.]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 87e.<br><span class="bld">II</span> to [[be gone through]], [[ended]], ὁ λόγος διοίχεται [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''574 (codd. recc. for [[διέρχεται]]); χἠ δίκη δ. [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''530. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 07:30, 15 November 2024
English (LSJ)
fut. -οιχήσομαι: pf.
A διοίχημαι Hdt.4.136:—to be quite gone by, my doom is sealed ἡμέραι διοίχηνται Id. l. c.; of persons and things, to be clean gone, to have perished, τἀμὰ γὰρ διοίχεται A.Fr.138, cf. S.Aj.973, E. Or.181 (lyr.), Ar.Th.609, etc.; rare in Prose, Hdt. l.c., Pl.Phd. 87e.
II to be gone through, ended, ὁ λόγος διοίχεται S.OC574 (codd. recc. for διέρχεται); χἠ δίκη δ. E.Supp.530.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. διοίχημαι Hdt.4.136]
1 pasar el tiempo, en sent. temp. concluir αἵ τε ἡμέραι ὑμῖν τοῦ ἀριθμοῦ διοίχηνται se os han pasado los días Hdt.l.c.
•ref. la vida morir ἐμοὶ λιπὼν ἀνίας ... διοίχεται S.Ai.973, τὸ σῶμα ... ταχὺ σαπὲν διοίχοιτο Pl.Phd.87e
•pres. c. valor de perf. concluir, cumplirse χὠ λόγος διοίχεται el discurso ha concluido S.OC 574, χἠ δίκη διοίχεται y la justicia se ha cumplido E.Supp.530.
2 fig. estar perdido, arruinado, morir τἀμὰ γὰρ διοίχεται mi vida ha terminado A.Fr.138, cf. Ec.393, ὅταν δὲ μὴ τύχῃ, διοίχεται E.IA 958, cf. Or.855, Io 765, ὑπὸ γὰρ ἀλγέων ὑπό τε συμφορᾶς διοιχόμεθ', οἰχόμεθα E.Or.181, θεράπευσον ἡμᾶς, εἰ δὲ μή, διοίχομαι Luc.Ocyp.157, cf. Ar.Th.609, AP 5.162 (Asclep.), de los sentidos ὡς ἀλλότρια διοιχόμενα perdidos como si fueran ajenos Longin.10.3.
French (Bailly abrégé)
1 passer, s'écouler;
2 être terminé ; être fini, être perdu.
Étymologie: διά, οἴχομαι.
German (Pape)
(οἴχομαι), dahingehen, vergehen, von der Zeit; αἱ ἡμέραι διοίχηνται Her. 4.186; Αἴας διοίχεται Soph. Aj. 959, d.i. er ist umgekommen, wie Eur. Ion 765; Ar. Th. 609; τἀμὰ διοίχεται Aesch. frg. 120; so λόγος Soph. O.C. 580, ist beendet, wie δίκη δ. Eur. Suppl. 542; I.A. 961; sich auflösen, Plat. Phaed. 87c.
Russian (Dvoretsky)
διοίχομαι:
1 проходить, кончаться, истекать: ὁ λόγος διοίχεται Soph. речь (моя) окончена; αἱ ἡμέραι ὑμῖν τοῦ ἀριθμοῦ διοίχηνται (v.l. διοιχέαται) Her. назначенное вам число дней истекло; ἡ δίκη διοίχεται Eur. правосудие совершилось;
2 погибнуть, пропасть (Αἴας διοίχεται Soph.; δ. ὑπὸ συμφορᾶς Eur.; ἀπολομένης τῆς ψυχῆς τὸ σῶμα διοίχοιτο Plat.): διοίχομαι или τἀμὰ διοίχεται Arph. я пропал.
Greek (Liddell-Scott)
διοίχομαι: μέλλ. -οιχήσομαι· πρκμ. -οίχημαι Ἡρόδ. 4. 136· ἀποθ.· -ἐντελῶς ἔχω παρέλθει· ἐπὶ χρόνου, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ προσώπων, παρῆλθον καὶ ἀπῆλθον, ἐχάθην, Λατ. periisse, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 133, Σοφ. Αἴ. 973, Εὐρ., κτλ.· σπάν. παρὰ πεζοῖς, ὡς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Φαίδωνι 87 Ε. ΙΙ. τελειώνω, λήγω, ὁ λόγος διοίχεται Σοφ. Ο. Κ. 574 (ἐκ διορθώσεως κατά τινα μεταγεν. χφα ἀντὶ διέρχεται)· χὴ δίκη δ. Εὐρ. Ἱκέτ. 530.
Greek Monolingual
διοίχομαι (Α) οίχομαι
1. (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω
2. (για πρόσωπα και πράγματα) αφανίζομαι, χάνομαι, διαλύομαι
3. λήγω, τελειώνω («ὁ λόγος διοίχεται», «ἡ δίκη διοίχεται»).
Greek Monotonic
διοίχομαι: μέλ. -οιχήσομαι, παρακ. -οίχημαι, αποθ.:
I. έχω εντελώς περάσει, παρέλθει, έχω διαβεί, λέγεται για χρόνο, σε Ηρόδ.· λέγεται για πρόσωπα, παρέρχομαι, απέρχομαι, χάνομαι, αφανίζομαι, Λατ. periisse, σε Σοφ., Ευρ.
II. τελειώνω, λήγω, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
fut. -οιχήσομαι perf. -οίχημαι
I. Dep.:— to be quite gone by, of time, Hdt.: of persons, to be clean gone, to have perished, Lat. periisse, Soph., Eur.
II. to be gone through, ended, Soph., Eur.