φοινικόπεζα: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foinikopeza
|Transliteration C=foinikopeza
|Beta Code=foiniko/peza
|Beta Code=foiniko/peza
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ruddy-footed</b>, epith. of Demeter; prob. from the colour of ripe corn, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.94</span>; also of Hecate, <span class="bibl">Id.<span class="title">Pae.</span>2.77</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[ruddy-footed]], [[epithet]] of Demeter; prob. from the colour of ripe corn, Pi.''O.''6.94; also of [[Hecate]], Id.''Pae.''2.77.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] ἡ, die Purpurfüßige, Beiwort der Demeter, Pind. Ol. 6, 94, s. Böckh explic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] ἡ, die Purpurfüßige, Beiwort der Demeter, Pind. Ol. 6, 94, s. Böckh explic.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />aux pieds chaussés de pourpre <i>(ép. de Déméter)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[πέζα]].
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκόπεζα:''' adj. f с пурпурными ногами ([[Δαμάτηρ]] Pind.).
}}
{{ls
|lstext='''φοινῑκόπεζα''': ἡ, κοκκινόπους, [[ἐρυθρόπους]], ἐπίθετον τῆς Δήμητρος, πιθαν. ἐκ τοῦ πυροῦ χρώματος τοῦ ὡρίμου σίτου, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rubicunda Ceres, ἐσχηματίσθη κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ Ὁμηρ. [[ἀργυρόπεζα]], Πινδ. Ο. 6. 159, [[ἔνθα]] ἴδε Böckh (92).
}}
{{Slater
|sltr=<b>φοινῑκόπεζα</b> [[with]] [[red]] feet of goddesses. φοινικόπεζαν Δάματρα (O. 6.94) [[φοινικόπεζα]] [[παρθένος]] εὐμενὴς Ἑκάτα (Pae. 2.77)
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πεζα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέζα]] «[[πόδι]]»), [[πρβλ]]. [[ἀργυρόπεζα]], [[κυανόπεζα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φοινῑκόπεζα:''' ἡ, αυτή που έχει κόκκινα πόδια, επίθ. για τη [[Δήμητρα]]· πιθανόν από το [[χρώμα]] του ώριμου σίτου, του Βιργίλιου rubicunda [[Ceres]], σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φοινῑκό-πεζα, ἡ,<br />[[ruddy]]-footed, [[epithet]] of [[Demeter]]: prob. from the [[colour]] of [[ripe]] [[corn]], Virgil's rubicunda [[Ceres]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκόπεζα Medium diacritics: φοινικόπεζα Low diacritics: φοινικόπεζα Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΠΕΖΑ
Transliteration A: phoinikópeza Transliteration B: phoinikopeza Transliteration C: foinikopeza Beta Code: foiniko/peza

English (LSJ)

ἡ, ruddy-footed, epithet of Demeter; prob. from the colour of ripe corn, Pi.O.6.94; also of Hecate, Id.Pae.2.77.

German (Pape)

[Seite 1296] ἡ, die Purpurfüßige, Beiwort der Demeter, Pind. Ol. 6, 94, s. Böckh explic.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
aux pieds chaussés de pourpre (ép. de Déméter).
Étymologie: φοῖνιξ¹, πέζα.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκόπεζα: adj. f с пурпурными ногами (Δαμάτηρ Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκόπεζα: ἡ, κοκκινόπους, ἐρυθρόπους, ἐπίθετον τῆς Δήμητρος, πιθαν. ἐκ τοῦ πυροῦ χρώματος τοῦ ὡρίμου σίτου, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rubicunda Ceres, ἐσχηματίσθη κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ Ὁμηρ. ἀργυρόπεζα, Πινδ. Ο. 6. 159, ἔνθα ἴδε Böckh (92).

English (Slater)

φοινῑκόπεζα with red feet of goddesses. φοινικόπεζαν Δάματρα (O. 6.94) φοινικόπεζα παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα (Pae. 2.77)

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ως προσωνυμία της θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -πεζα (< πέζα «πόδι»), πρβλ. ἀργυρόπεζα, κυανόπεζα].

Greek Monotonic

φοινῑκόπεζα: ἡ, αυτή που έχει κόκκινα πόδια, επίθ. για τη Δήμητρα· πιθανόν από το χρώμα του ώριμου σίτου, του Βιργίλιου rubicunda Ceres, σε Πίνδ.

Middle Liddell

φοινῑκό-πεζα, ἡ,
ruddy-footed, epithet of Demeter: prob. from the colour of ripe corn, Virgil's rubicunda Ceres, Pind.