παράπτω: Difference between revisions
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
(13_5) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0496.png Seite 496]] daneben, daran heften, anknüpfen, παραπτομένα χερσὶ [[πλάτα]], Soph. O. C. 717, mit den Händen festgehaltenes Ruder, s. aber [[παραπέτομαι]]. – Med. im Vorbeigehen an der Seite berühren, Sp., [[ἤδη]] κειμένων τῷ ξιφιδίῳ παραπτόμενος καθ' ἕκαστον, Plut. Cleom. 37. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0496.png Seite 496]] daneben, daran heften, anknüpfen, παραπτομένα χερσὶ [[πλάτα]], Soph. O. C. 717, mit den Händen festgehaltenes Ruder, s. aber [[παραπέτομαι]]. – Med. im Vorbeigehen an der Seite berühren, Sp., [[ἤδη]] κειμένων τῷ ξιφιδίῳ παραπτόμενος καθ' ἕκαστον, Plut. Cleom. 37. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παράπτω:'''<br /><b class="num">1</b> [[придерживать]], [[держать]]: παραπτομένα χερσὶ [[πλάτα]] Soph. зажатое в руке весло;<br /><b class="num">2</b> med. [[мимоходом прикасаться]], [[трогать]] (τῷ ξιφιδίῳ [[κατά]] τινα Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παράπτω''': μέλλ.-ψω, δένω πλησίον, τινί τι Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 309· [[ἐφαρμόζω]], τὸν νόμον π. Ἱππόλυτ. σ. 262 Fabr.· ― Παθ., χερσὶ παραπτομένα [[πλάτα]], προσαρμοζομένη εἰς τὰς χεῖρας, ἐπὶ κώπης, Σοφ. Ο.Κ. 717 (ἕτεροι λαμβάνουσι τὸν τύπον τοῦτον ὡς κατὰ συγκοπὴν προελθόντα ἐκ τοῦ παραπετομένα, πλησίον πετομένη). ΙΙ.Μέσ., ἅπτομαι, [[ἐγγίζω]] ὀλίγον, τὸ Δωδωναῖον ἄν τις [[χαλκίον]], ὃ λέγουσιν ἠχεῖν, ἂν παράψηθ’ ὁ παριών, τὴν ἡμέραν ὅλην Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 3, Πλουτ. Κλεομ. 37. | |||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[tocar]] | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[άπτω]]<br /><b>1.</b> [[ανάβω]], [[καίω]], [[πυρπολώ]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] φως<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[παράπτομαι]]<br />[[αγγίζω]] [[κατά]] [[λάθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εφαρμόζω]]<br />β) [[αγγίζω]] [[ελαφρά]]<br />γ) έχω σχέσεις με κάποιον («γυναικὸς ἤ ἀνδρὸς [[παράπτομαι]]»)<br />δ) [[πλησιάζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> εφαρμόζομαι, προσαρμόζομαι («[[παράπτομαι]] σανίδων» — [[είμαι]] προσαρμοσμένος [[κατά]] [[μήκος]] τών σανίδων», Απολλ. Δαμ.). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[fasten]] [[beside]]:—Pass., χερσὶ παραπτομένα [[πλάτα]] fitted to the hands, plied by the hands, Soph.; others [[take]] it as contr. for παραπετομένα, [[flying]]. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=en v. med. [[tocar]] εἰς τὴν γῆν, ἐπικύπτων παραπτόμενος τῶν ἄκρων ποδῶν, λέγε <b class="b3">hacia la tierra, inclinándote y tocando las puntas de los pies, di</b> P XIII 831 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:18, 25 November 2022
German (Pape)
[Seite 496] daneben, daran heften, anknüpfen, παραπτομένα χερσὶ πλάτα, Soph. O. C. 717, mit den Händen festgehaltenes Ruder, s. aber παραπέτομαι. – Med. im Vorbeigehen an der Seite berühren, Sp., ἤδη κειμένων τῷ ξιφιδίῳ παραπτόμενος καθ' ἕκαστον, Plut. Cleom. 37.
Russian (Dvoretsky)
παράπτω:
1 придерживать, держать: παραπτομένα χερσὶ πλάτα Soph. зажатое в руке весло;
2 med. мимоходом прикасаться, трогать (τῷ ξιφιδίῳ κατά τινα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παράπτω: μέλλ.-ψω, δένω πλησίον, τινί τι Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 309· ἐφαρμόζω, τὸν νόμον π. Ἱππόλυτ. σ. 262 Fabr.· ― Παθ., χερσὶ παραπτομένα πλάτα, προσαρμοζομένη εἰς τὰς χεῖρας, ἐπὶ κώπης, Σοφ. Ο.Κ. 717 (ἕτεροι λαμβάνουσι τὸν τύπον τοῦτον ὡς κατὰ συγκοπὴν προελθόντα ἐκ τοῦ παραπετομένα, πλησίον πετομένη). ΙΙ.Μέσ., ἅπτομαι, ἐγγίζω ὀλίγον, τὸ Δωδωναῖον ἄν τις χαλκίον, ὃ λέγουσιν ἠχεῖν, ἂν παράψηθ’ ὁ παριών, τὴν ἡμέραν ὅλην Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 3, Πλουτ. Κλεομ. 37.
Spanish
Greek Monolingual
ΜΑ άπτω
1. ανάβω, καίω, πυρπολώ
2. δίνω φως
μσν.
μέσ. παράπτομαι
αγγίζω κατά λάθος
αρχ.
1. μέσ. α) εφαρμόζω
β) αγγίζω ελαφρά
γ) έχω σχέσεις με κάποιον («γυναικὸς ἤ ἀνδρὸς παράπτομαι»)
δ) πλησιάζω
2. παθ. εφαρμόζομαι, προσαρμόζομαι («παράπτομαι σανίδων» — είμαι προσαρμοσμένος κατά μήκος τών σανίδων», Απολλ. Δαμ.).
Middle Liddell
fut. ψω
to fasten beside:—Pass., χερσὶ παραπτομένα πλάτα fitted to the hands, plied by the hands, Soph.; others take it as contr. for παραπετομένα, flying.
Léxico de magia
en v. med. tocar εἰς τὴν γῆν, ἐπικύπτων παραπτόμενος τῶν ἄκρων ποδῶν, λέγε hacia la tierra, inclinándote y tocando las puntas de los pies, di P XIII 831