σιτοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(13_5)
(CSV import)
 
(33 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sitopoios
|Transliteration C=sitopoios
|Beta Code=sitopoio/s
|Beta Code=sitopoio/s
|Definition=ον<b class="b3">, ἀνάγκη σ</b>. the task <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of grinding and baking</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>362</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst., <b class="b2">one that ground the corn in the hand-mill, miller</b>. σ. ἐκ τῶν μυλώνων <span class="bibl">Th.6.22</span>; Λαμέδοντι σιτοποιῷ <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>4.41</span> (iii B.C.); ἐπίστειλον . . πόθεν δεῖ λαβόντα σῖτον καὶ πόσον δοῦναι Ἀμμωνίῳ τῷ σ. ὅπως ἑτοιμασθῇ σεμίδαλις <span class="bibl"><span class="title">PMich.Zen.</span>28.32</span> (iii B.C.); <b class="b3">ἔργον σιτοποιοῦ</b> <b class="b2">bake-meats</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ge.</span> 40.17</span>; mostly fem., <b class="b2">baking-woman</b>, <span class="bibl">Hdt.3.150</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>4.7</span>; <b class="b3">γυναῖκες σ</b>. <span class="bibl">Hdt.7.187</span>, <span class="bibl">Th.2.78</span>; opp. <b class="b3">ὀψοποιός</b> (a cook), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span> 517e</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.5.3</span>; opp. <b class="b3">μάγειρος</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>23</span> (pl.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Ostr.Bodl.</span> i 304</span> (pl., ii B.C.).</span>
|Definition=σιτοποιόν, [[ἀνάγκη σιτοποιός]] the [[task]]<br><span class="bld">A</span> of [[grind]]ing and [[baking]], [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''362.<br><span class="bld">II</span> Subst., one that [[ground]] the [[corn]] in the [[hand]]-[[mill]], [[miller]]. σ. ἐκ τῶν μυλώνων Th.6.22; Λαμέδοντι σιτοποιῷ ''PCair.Zen.''4.41 (iii B.C.); ἐπίστειλον.. πόθεν δεῖ λαβόντα σῖτον καὶ πόσον δοῦναι Ἀμμωνίῳ τῷ σ. ὅπως ἑτοιμασθῇ [[σεμίδαλις]] ''PMich.Zen.''28.32 (iii B.C.); <b class="b3">ἔργον σιτοποιοῦ</b> [[bake-meats]], [[LXX]] ''Ge.'' 40.17; mostly fem., [[baking-woman]], [[Herodotus|Hdt.]]3.150, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''4.7; <b class="b3">γυναῖκες σ.</b> [[Herodotus|Hdt.]]7.187, Th.2.78; opp. [[ὀψοποιός]] (a [[cook]]), [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 517e, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.5.3; opp. [[μάγειρος]], Plu.''Alex.''23 (pl.), cf. ''Ostr.Bodl.'' i 304 (pl., ii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0886.png Seite 886]] Getreide zubereitend, mahlend, Her. 3, 150. 7, 187, der steh nur des wm. ἡ [[σιτοποιός]] bedient; auch Mehl, Brot oder sonst Nadrungsmittel, Speisen zubereitend, προθεὶς ἀνάγκην σιτοποιόν, Eur. Hec. 362; γυναῖκες, Thuc. 2, 78; ὁ σ., 6, 44; Ggstz von όψοποιός, Xen. Cyr. 8, 5, 3. 8, 20, wie Plat. Gorg. 517 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0886.png Seite 886]] [[Getreide zubereitend]], mahlend, Her. 3, 150. 7, 187, der steh nur des wm. ἡ [[σιτοποιός]] [[bedient]]; auch Mehl, Brot oder sonst [[Nadrungsmittel]], Speisen zubereitend, προθεὶς ἀνάγκην σιτοποιόν, Eur. Hec. 362; γυναῖκες, Thuc. 2, 78; ὁ σ., 6, 44; <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[όψοποιός]], Xen. Cyr. 8, 5, 3. 8, 20, wie Plat. Gorg. 517 d.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> [[qui fait du pain]] ; ὁ [[σιτοποιός]] [[boulanger]];<br /><b>2</b> [[qui concerne la fabrication du pain]] : [[σιτοποιὸς ἀνάγκη]] EUR [[l'obligation de faire le pain]].<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[ποιέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σιτοποιός -όν &#91;[[σῖτος]], [[ποιέω]]] [[brood bereidend]] of [[voedsel bereidend]]; subst. [[maler]], [[bakker]].
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτοποιός:'''<br /><b class="num">1</b> [[касающийся приготовления хлеба или пищи]]: [[ἀνάγκη σιτοποιός]]  Eur. [[необходимость готовить пищу]];<br /><b class="num">2</b> [[готовящий хлеб или пищу]] (γυναῖκες Her.).<br /><b class="num">II</b> ὁ и ἡ [[хлебопек]], [[пекарь]], [[булочник]] Her., Thuc., Xen., Plat.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που φτειάχνει [[αλεύρι]], [[ψωμί]] ή άλλες τροφές<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[σιτοποιός]]<br />ο [[μυλωνάς]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[σιτοποιός]]<br />η [[γυναίκα]] που ζυμώνει και ψήνει το [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῑτοποιός:''' ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που παρασκευάζει [[ψωμί]], [[αρτοποιός]]· σιτοποιὸς [[ἀνάγκη]], το [[έργο]] της αλέσεως του σιταριού και του ψησίματος του ψωμιού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., μυλωνάς, αυτός που αλέθει το [[σιτάρι]] στον μύλο, σε Θουκ.· στο θηλ. κατά κανόνα, αυτή που ζυμώνει και ψήνει το [[ψωμί]], σε Ηρόδ.· <i>γυναῖκες σιτοποιοί</i>, στον ίδ., Θουκ.
}}
{{ls
|lstext='''σῑτοποιός''': ὁ, ἡ· ― σ. [[ἀνάγκη]], τὸ [[ἔργον]] τοῦ ἀλέθειν καὶ ψήνειν, Εὐρ. Ἑκ. 362. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἀλέθων τὸν σῖτον εἰς τὸν χειρόμυλον, οἱ σ. ἐκ τῶν μυλώνων Θουκ. 6. 22· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον θηλ., γυνὴ παρασκευάζουσα ἄρτον, ψήνουσα αὐτόν, Ἡρόδ. 3. 150· γυναῖκες σ. ὁ αὐτ. 7. 187, Θουκ. 2. 78· ἀντίθετον τῷ [[ὀψοποιός]] (ὁ παρασκευάζων τὰ φαγητά), Πλάτ. Γοργ. 517D, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 3· τῷ [[μάγειρος]], Πλουτ. Ἀλέξ. 23. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἀρτοκόπος]]». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῑτο-[[ποιός]], οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ς. [[ἀνάγκη]] the [[task]] of grinding and [[baking]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] one that [[ground]] the [[corn]] in the handmill, Thuc.; [[mostly]] fem. a [[baking]]-[[woman]], Hdt.; γυναῖκες ς. Hdt., Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[qui panem facit]], [[pistor]]'', [[bread maker]], [[baker]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.78.3/ 2.78.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.22.1/ 6.22.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.44.1/ 6.44.1].
}}
}}

Latest revision as of 13:50, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοποιός Medium diacritics: σιτοποιός Low diacritics: σιτοποιός Capitals: ΣΙΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: sitopoiós Transliteration B: sitopoios Transliteration C: sitopoios Beta Code: sitopoio/s

English (LSJ)

σιτοποιόν, ἀνάγκη σιτοποιός the task
A of grinding and baking, E.Hec.362.
II Subst., one that ground the corn in the hand-mill, miller. σ. ἐκ τῶν μυλώνων Th.6.22; Λαμέδοντι σιτοποιῷ PCair.Zen.4.41 (iii B.C.); ἐπίστειλον.. πόθεν δεῖ λαβόντα σῖτον καὶ πόσον δοῦναι Ἀμμωνίῳ τῷ σ. ὅπως ἑτοιμασθῇ σεμίδαλις PMich.Zen.28.32 (iii B.C.); ἔργον σιτοποιοῦ bake-meats, LXX Ge. 40.17; mostly fem., baking-woman, Hdt.3.150, Thphr. Char.4.7; γυναῖκες σ. Hdt.7.187, Th.2.78; opp. ὀψοποιός (a cook), Pl.Grg. 517e, X.Cyr.8.5.3; opp. μάγειρος, Plu.Alex.23 (pl.), cf. Ostr.Bodl. i 304 (pl., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 886] Getreide zubereitend, mahlend, Her. 3, 150. 7, 187, der steh nur des wm. ἡ σιτοποιός bedient; auch Mehl, Brot oder sonst Nadrungsmittel, Speisen zubereitend, προθεὶς ἀνάγκην σιτοποιόν, Eur. Hec. 362; γυναῖκες, Thuc. 2, 78; ὁ σ., 6, 44; Gegensatz von όψοποιός, Xen. Cyr. 8, 5, 3. 8, 20, wie Plat. Gorg. 517 d.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui fait du pain ; ὁ σιτοποιός boulanger;
2 qui concerne la fabrication du pain : σιτοποιὸς ἀνάγκη EUR l'obligation de faire le pain.
Étymologie: σῖτος, ποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτοποιός -όν [σῖτος, ποιέω] brood bereidend of voedsel bereidend; subst. maler, bakker.

Russian (Dvoretsky)

σῑτοποιός:
1 касающийся приготовления хлеба или пищи: ἀνάγκη σιτοποιός Eur. необходимость готовить пищу;
2 готовящий хлеб или пищу (γυναῖκες Her.).
II ὁ и ἡ хлебопек, пекарь, булочник Her., Thuc., Xen., Plat.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που φτειάχνει αλεύρι, ψωμί ή άλλες τροφές
2. το αρσ. ως ουσ.σιτοποιός
ο μυλωνάς
3. το θηλ. ως ουσ.σιτοποιός
η γυναίκα που ζυμώνει και ψήνει το ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ποιός].

Greek Monotonic

σῑτοποιός: ὁ, ἡ,
I. αυτός που παρασκευάζει ψωμί, αρτοποιός· σιτοποιὸς ἀνάγκη, το έργο της αλέσεως του σιταριού και του ψησίματος του ψωμιού, σε Ευρ.
II. ως ουσ., μυλωνάς, αυτός που αλέθει το σιτάρι στον μύλο, σε Θουκ.· στο θηλ. κατά κανόνα, αυτή που ζυμώνει και ψήνει το ψωμί, σε Ηρόδ.· γυναῖκες σιτοποιοί, στον ίδ., Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοποιός: ὁ, ἡ· ― σ. ἀνάγκη, τὸ ἔργον τοῦ ἀλέθειν καὶ ψήνειν, Εὐρ. Ἑκ. 362. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἀλέθων τὸν σῖτον εἰς τὸν χειρόμυλον, οἱ σ. ἐκ τῶν μυλώνων Θουκ. 6. 22· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον θηλ., γυνὴ παρασκευάζουσα ἄρτον, ψήνουσα αὐτόν, Ἡρόδ. 3. 150· γυναῖκες σ. ὁ αὐτ. 7. 187, Θουκ. 2. 78· ἀντίθετον τῷ ὀψοποιός (ὁ παρασκευάζων τὰ φαγητά), Πλάτ. Γοργ. 517D, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 3· τῷ μάγειρος, Πλουτ. Ἀλέξ. 23. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀρτοκόπος». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.

Middle Liddell

σῑτο-ποιός, οῦ, ὁ,
I. ς. ἀνάγκη the task of grinding and baking, Eur.
II. as substantive one that ground the corn in the handmill, Thuc.; mostly fem. a baking-woman, Hdt.; γυναῖκες ς. Hdt., Thuc.

Lexicon Thucydideum

qui panem facit, pistor, bread maker, baker, 2.78.3, 6.22.1, 6.44.1.