λεώβατος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leovatos
|Transliteration C=leovatos
|Beta Code=lew/batos
|Beta Code=lew/batos
|Definition=<b class="b3">ὁδός, καὶ ἰχθῦς σελαχώδης</b>, Hsch.; cf. [[λειόβατος]].
|Definition=ὁδός, καὶ ἰχθῦς σελαχώδης, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[λειόβατος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0037.png Seite 37]] vom Volke betreten, ἡ λ., sc. [[ὁδός]], die Heerstraße, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0037.png Seite 37]] vom Volke betreten, ἡ λ., ''[[sc.]]'' [[ὁδός]], die Heerstraße, Hesych.
}}
{{ls
|lstext='''λεώβατος''': (δηλ. ὁδός), ἡ, [[λεωφόρος]], Ἡσύχ. 2) [[ἰχθὺς]] [[σελαχώδης]], ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λεώβατος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> [[λεωφόρος]], [[οδός]]<br /><b>2.</b> «ἰχθὒς [[σελαχώδης]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη σημ. 1.<span style="color: red;"><</span> <i>λεω</i>- (<b>βλ.</b> <i>λαο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>βατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ηλιόβατος]]<br />με τη σημ. 2 η λ. [[είναι]] πιθ. [[άλλος]] τ. του [[λειόβατος]], [[είδος]] ιχθύος].
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεώβατος Medium diacritics: λεώβατος Low diacritics: λεώβατος Capitals: ΛΕΩΒΑΤΟΣ
Transliteration A: leṓbatos Transliteration B: leōbatos Transliteration C: leovatos Beta Code: lew/batos

English (LSJ)

ὁδός, καὶ ἰχθῦς σελαχώδης, Hsch.; cf. λειόβατος.

German (Pape)

[Seite 37] vom Volke betreten, ἡ λ., sc. ὁδός, die Heerstraße, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

λεώβατος: (δηλ. ὁδός), ἡ, λεωφόρος, Ἡσύχ. 2) ἰχθὺς σελαχώδης, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

λεώβατος (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. λεωφόρος, οδός
2. «ἰχθὒς σελαχώδης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< λεω- (βλ. λαο-) + -βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιόβατος
με τη σημ. 2 η λ. είναι πιθ. άλλος τ. του λειόβατος, είδος ιχθύος].