φθινώδης: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
(13_2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fthinodis | |Transliteration C=fthinodis | ||
|Beta Code=fqinw/dhs | |Beta Code=fqinw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=φθινῶδες, [[consumptive]], οἱ φ. Hp.''Aph.''4.8, etc.; τὸ φ. [[a consumptive habit]], Id.''Epid.''1.2; <b class="b3">φ. διάθεσις, νόσος</b>, Androm. ap. Gal.13.18, Gal.17 (1).62; τὰ φ. πάθη Id.6.775, Paus.10.2.4. Adv. [[φθινωδῶς]] Gal.17(1).61, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1271.png Seite 1271]] ες, von der Art der Auszehrung, Schwindsucht, die Auszehrung anzeigend, an der Auszehrung leidend, ihr unterworfen, Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1271.png Seite 1271]] ες, von der Art der Auszehrung, Schwindsucht, die Auszehrung anzeigend, an der Auszehrung leidend, ihr unterworfen, Hippocr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> [[atteint de consomption]];<br /><b>2</b> [[qui consume]] <i>en parl. de maladie</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φθίνω]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φθῐνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἐκ τῆς φθίσεως πάσχων, [[φθισικός]], οἱ φθινώδεες Ἱππ. Ἀφορ. 1249, κλπ.· τὸ φθινῶδες, ἡ τοῦ φθισικοῦ [[κατάστασις]], ὁ αὐτ.· φθ. [[νόσος]] Παυσ. 10. 2, 4, κλπ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α<br /><b>1.</b> [[φθισικός]], [[φυματικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φθινῶδες</i><br />η [[κατάσταση]] του φυματικού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φθινώδης]] [[νόσος]]» — η [[φυματίωση]] (<b>Παυσ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φθινωδῶς</i> Α<br />σε [[κατάσταση]] φυματίωσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθῐν</i>- του ρ. [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
φθινῶδες, consumptive, οἱ φ. Hp.Aph.4.8, etc.; τὸ φ. a consumptive habit, Id.Epid.1.2; φ. διάθεσις, νόσος, Androm. ap. Gal.13.18, Gal.17 (1).62; τὰ φ. πάθη Id.6.775, Paus.10.2.4. Adv. φθινωδῶς Gal.17(1).61, al.
German (Pape)
[Seite 1271] ες, von der Art der Auszehrung, Schwindsucht, die Auszehrung anzeigend, an der Auszehrung leidend, ihr unterworfen, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 atteint de consomption;
2 qui consume en parl. de maladie.
Étymologie: φθίνω, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
φθῐνώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐκ τῆς φθίσεως πάσχων, φθισικός, οἱ φθινώδεες Ἱππ. Ἀφορ. 1249, κλπ.· τὸ φθινῶδες, ἡ τοῦ φθισικοῦ κατάστασις, ὁ αὐτ.· φθ. νόσος Παυσ. 10. 2, 4, κλπ.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α
1. φθισικός, φυματικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φθινῶδες
η κατάσταση του φυματικού
3. φρ. «φθινώδης νόσος» — η φυματίωση (Παυσ.).
επίρρ...
φθινωδῶς Α
σε κατάσταση φυματίωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν- του ρ. φθίνω + κατάλ. -ώδης].