περιδεής: Difference between revisions
(13_4) |
(CSV import) |
||
(28 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perideis | |Transliteration C=perideis | ||
|Beta Code=perideh/s | |Beta Code=perideh/s | ||
|Definition= | |Definition=περιδεές, ([[δέος]]) [[very timid]] or [[fearful]], π. γενέσθαι [[Herodotus|Hdt.]]5.44, cf. And.4.40, Th.3.28, Isoc.2.23, Alciphr.2.4, etc.; τινι [[at]] a thing, [[Herodotus|Hdt.]] 7.15; τινος Pl.''Ep.''348b; <b class="b3">π.μὴ</b>… Th.3.80. Adv. [[περιδεῶς]] = [[in great fear]], Id.6.83, etc.; πρός τινα π. σχεῖν Isoc.9.58. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0572.png Seite 572]] ές, sehr furchtsam; Her. 5, 44. 7, 15; mit folgendem μή, Thuc. 3, 80; Andoc. 4, 40; περιδεεῖς ψυχαί, Isocr. 4, 151, vgl. 2, 23; und adv., περιδεῶς ὑποπτεύειν, Thuc. 9, 83; Plat. Ep. VII, 348 b u. Folgde, wie Pol. 4, 78, 11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0572.png Seite 572]] ές, sehr furchtsam; Her. 5, 44. 7, 15; mit folgendem μή, Thuc. 3, 80; Andoc. 4, 40; περιδεεῖς ψυχαί, Isocr. 4, 151, vgl. 2, 23; und adv., περιδεῶς ὑποπτεύειν, Thuc. 9, 83; Plat. Ep. VII, 348 b u. Folgde, wie Pol. 4, 78, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[très craintif]], [[timoré]] : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn <i>ou</i> de qch;<br /><b>2</b> [[terrible]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δέος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιδεής -ές [[[περί]], [[δέος]]] heel bang; ook met dat..; περιδεὴς γενόμενος τῇ ὄψι heel bang geworden door het droomgezicht Hdt. 7.15.1; adv. περιδεῶς in grote angst:. πρὸς δὲ τοῦτον... περιδεῶς ἔσχεν voor hem had hij grote angst Isocr. 9.58. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιδεής:''' [[крайне боязливый]], [[робкий]] (ψυχαί Isocr.): π. γενόμενος τῇ ὄψι Her. придя в ужас от видения. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περιδεής''': -ές, ([[δέος]]) [[σφόδρα]] πεφοβημένος, [[πλήρης]] φόβου, π. γενέσθαι Ἡρόδ. 5. 44· τινι ὁ αὐτ. 7. 15· τινος Θουκ. 3. 38, Πλάτ. Ἐπιστ. 348Β· π. μή.., Θουκ. 3. 80, Ἀνδοκ. 34. 22. - Ἐπίρρ. -ῶς, ἐν μεγάλῳ φόβῳ, Θουκ. 6. 83, κτλ.· π. ἔχειν [[πρός]] τινα Ἰσοκρ. 200Ε. ΙΙ. ὁ ἐμποιῶν μέγαν φόβον, [[λίαν]] [[φοβερός]], ὁ αὐτ. 19C, Ἀλκίφρων 2. 4. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] φόβο, [[έντρομος]], [[περίτρομος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προξενεί μεγάλο φόβο, [[φοβερός]], [[τρομερός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[περιδεώς]] / [[περιδεῶς]], ΝΑ<br />με μεγάλο φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέος]] «[[φόβος]]»), [[πρβλ]]. [[ενδεής]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιδεής:''' -ές ([[δέος]]), [[πολύ]] [[δειλός]] ή [[φοβιτσιάρης]], σε Ηρόδ.· <i>τινος</i>, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Θουκ.· <i>περιδεὴς μή..</i>., στον ίδ.· επίρρ. <i>-ῶς</i>, σε μεγάλο φόβο, στο ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=περι-δεής, ές [[δέος]]<br />[[very]] [[timid]] or [[fearful]], Hdt.; τινος of or for a [[person]] or [[thing]], Thuc.; π. μὴ…, Thuc.:— adv. -ῶς, in [[great]] [[fear]], Thuc. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[afraid]], [[fearful]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=γεμάτος φόβο). Ἀπό τό [[περί]] (πρόθεση) + [[δέος]] (=[[φόβος]]) τοῦ [[δείδω]] (=[[φοβᾶμαι]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[pavidus]]'', [[frightened]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.28.2/ 3.28.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.80.1/ 3.80.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.49.2/ 6.49.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.51.2/ 6.51.2],<br>''[[pavor]]'', [[terror]], [[dread]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.59.1/ 6.59.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.1.4/ 8.1.4]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 16 November 2024
English (LSJ)
περιδεές, (δέος) very timid or fearful, π. γενέσθαι Hdt.5.44, cf. And.4.40, Th.3.28, Isoc.2.23, Alciphr.2.4, etc.; τινι at a thing, Hdt. 7.15; τινος Pl.Ep.348b; π.μὴ… Th.3.80. Adv. περιδεῶς = in great fear, Id.6.83, etc.; πρός τινα π. σχεῖν Isoc.9.58.
German (Pape)
[Seite 572] ές, sehr furchtsam; Her. 5, 44. 7, 15; mit folgendem μή, Thuc. 3, 80; Andoc. 4, 40; περιδεεῖς ψυχαί, Isocr. 4, 151, vgl. 2, 23; und adv., περιδεῶς ὑποπτεύειν, Thuc. 9, 83; Plat. Ep. VII, 348 b u. Folgde, wie Pol. 4, 78, 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 très craintif, timoré : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn ou de qch;
2 terrible.
Étymologie: περί, δέος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιδεής -ές [περί, δέος] heel bang; ook met dat..; περιδεὴς γενόμενος τῇ ὄψι heel bang geworden door het droomgezicht Hdt. 7.15.1; adv. περιδεῶς in grote angst:. πρὸς δὲ τοῦτον... περιδεῶς ἔσχεν voor hem had hij grote angst Isocr. 9.58.
Russian (Dvoretsky)
περιδεής: крайне боязливый, робкий (ψυχαί Isocr.): π. γενόμενος τῇ ὄψι Her. придя в ужас от видения.
Greek (Liddell-Scott)
περιδεής: -ές, (δέος) σφόδρα πεφοβημένος, πλήρης φόβου, π. γενέσθαι Ἡρόδ. 5. 44· τινι ὁ αὐτ. 7. 15· τινος Θουκ. 3. 38, Πλάτ. Ἐπιστ. 348Β· π. μή.., Θουκ. 3. 80, Ἀνδοκ. 34. 22. - Ἐπίρρ. -ῶς, ἐν μεγάλῳ φόβῳ, Θουκ. 6. 83, κτλ.· π. ἔχειν πρός τινα Ἰσοκρ. 200Ε. ΙΙ. ὁ ἐμποιῶν μέγαν φόβον, λίαν φοβερός, ὁ αὐτ. 19C, Ἀλκίφρων 2. 4.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που είναι γεμάτος φόβο, έντρομος, περίτρομος
αρχ.
αυτός που προξενεί μεγάλο φόβο, φοβερός, τρομερός.
επίρρ...
περιδεώς / περιδεῶς, ΝΑ
με μεγάλο φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. ενδεής].
Greek Monotonic
περιδεής: -ές (δέος), πολύ δειλός ή φοβιτσιάρης, σε Ηρόδ.· τινος, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε πρόσωπο ή πράγμα, σε Θουκ.· περιδεὴς μή..., στον ίδ.· επίρρ. -ῶς, σε μεγάλο φόβο, στο ίδ.
Middle Liddell
περι-δεής, ές δέος
very timid or fearful, Hdt.; τινος of or for a person or thing, Thuc.; π. μὴ…, Thuc.:— adv. -ῶς, in great fear, Thuc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=γεμάτος φόβο). Ἀπό τό περί (πρόθεση) + δέος (=φόβος) τοῦ δείδω (=φοβᾶμαι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
pavidus, frightened, 3.28.2, 3.80.1, 6.49.2, 6.51.2,
pavor, terror, dread, 6.59.1, 8.1.4.