ἱπποκορυστής: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(13_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippokorystis | |Transliteration C=ippokorystis | ||
|Beta Code=i(ppokorusth/s | |Beta Code=i(ppokorusth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἱπποκορυστοῦ, ὁ, [[marshaller]], [[arranger of chariots]], ἀνέρες ἱπποκορυσταί Il.2.1, 24.677; [[epithet]] of the [[Paeonian|Paeonians]], 16.287, 21.205. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1260.png Seite 1260]] ὁ, mit Kampfrossen gerüstet (vgl. [[χαλκοκορυστής]]); ἀνέρες, reisige Krieger, Il. 2, 1. 24, 677; so heißen bes. die Päonier, 16, 287. 21, 205; auch Apollo, Ep. (IX, 525, 10). Im Hesych. auch ἱπποκόρυστος geschrieben. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1260.png Seite 1260]] ὁ, mit Kampfrossen gerüstet (vgl. [[χαλκοκορυστής]]); ἀνέρες, reisige [[Krieger]], Il. 2, 1. 24, 677; so heißen bes. die Päonier, 16, 287. 21, 205; auch Apollo, Ep. (IX, 525, 10). Im Hesych. auch ἱπποκόρυστος geschrieben. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />guerrier couvert d'un casque qui combat à cheval <i>ou</i> du haut d'un char.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[κορύσσω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱπποκορυστής:''' ου adj. m обладающий колесницей с конями или ведущий бой с колесницы ([[ἀνέρες]], [[Παίονες]] Hom.; [[Ἀπόλλων]] Anth.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἱπποκορυστής''': -οῦ, ἐπίθετον τῶν ἀφ’ ἵππων, δηλ. ἀπὸ τοῦ ἅρματος μαχομένων ἡρώων, ἀνέρες ἱπποκορυσταί, «οἱ ἵππους κορύσσοντες˙ τοῦτ’ ἔστι, πολεμικοί, ἢ ἀφ’ ἵππων μαχόμενοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 1, Ω. 677˙ ἐπίθ. τῶν Παιόνων, Π. 287, Φ. 205˙ - ἄλλοι παράγουσιν αὐτὸ ἐκ τοῦ [[κόρυς]], «[[ἔνιοι]] δὲ μεγάλας κόρυθας ἔχοντες˙ οἱ δὲ τοὺς ἐξ ἱππείων τριχῶν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμηρ., ἀλλ’ ὅρα [[χαλκοκορυστής]]. | |||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[κορύσσω]]): chariotequipped, [[chariot-fighter]], [[epithet]] of the [[Maeonians]] and [[Paeonian]]s, and of [[individual]] heroes, Il. 2.1, Il. 24.677. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱπποκορυστής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φοράει [[περικεφαλαία]] με [[χαίτη]] αλόγου<br /><b>2.</b> [[πολεμιστής]] που μάχεται [[έφιππος]] ή [[πάνω]] σε [[άρμα]] («ἀνέρες ἱπποκορυσταί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> επίθ. τών Παιόνων («Παίονας ἱπποκορυστάς», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κορυσ</i>-<i>της</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]] «[[περικεφαλαία]]»), [[πρβλ]]. <i>χαλκο</i>-<i>κορυσ</i>-<i>της</i>. Η κατάλ. -<i>της</i> που απαντά [[συνήθως]] σε μεταρρηματικά παρ. χρησιμοποιήθηκε στα εν λόγω συνθ. πιθ. για μετρικούς λόγους]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱπποκορυστής:''' -οῦ, ὁ ([[κορύσσω]]), επίθ., αναφέρεται στους ήρωες που πολεμούν από το [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἱππο-[[κορυστής]], οῦ, [[κορύσσω]]<br />equipt or furnished with horses, Il. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἔφιππος]] [[πολεμιστής]]). Ἀπό τό [[ἵππος]] + [[κορύσσω]] (=[[ἐξοπλίζω]]). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
ἱπποκορυστοῦ, ὁ, marshaller, arranger of chariots, ἀνέρες ἱπποκορυσταί Il.2.1, 24.677; epithet of the Paeonians, 16.287, 21.205.
German (Pape)
[Seite 1260] ὁ, mit Kampfrossen gerüstet (vgl. χαλκοκορυστής); ἀνέρες, reisige Krieger, Il. 2, 1. 24, 677; so heißen bes. die Päonier, 16, 287. 21, 205; auch Apollo, Ep. (IX, 525, 10). Im Hesych. auch ἱπποκόρυστος geschrieben.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
guerrier couvert d'un casque qui combat à cheval ou du haut d'un char.
Étymologie: ἵππος, κορύσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποκορυστής: ου adj. m обладающий колесницей с конями или ведущий бой с колесницы (ἀνέρες, Παίονες Hom.; Ἀπόλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκορυστής: -οῦ, ἐπίθετον τῶν ἀφ’ ἵππων, δηλ. ἀπὸ τοῦ ἅρματος μαχομένων ἡρώων, ἀνέρες ἱπποκορυσταί, «οἱ ἵππους κορύσσοντες˙ τοῦτ’ ἔστι, πολεμικοί, ἢ ἀφ’ ἵππων μαχόμενοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 1, Ω. 677˙ ἐπίθ. τῶν Παιόνων, Π. 287, Φ. 205˙ - ἄλλοι παράγουσιν αὐτὸ ἐκ τοῦ κόρυς, «ἔνιοι δὲ μεγάλας κόρυθας ἔχοντες˙ οἱ δὲ τοὺς ἐξ ἱππείων τριχῶν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμηρ., ἀλλ’ ὅρα χαλκοκορυστής.
English (Autenrieth)
(κορύσσω): chariotequipped, chariot-fighter, epithet of the Maeonians and Paeonians, and of individual heroes, Il. 2.1, Il. 24.677.
Greek Monolingual
ἱπποκορυστής, ὁ (Α)
1. αυτός που φοράει περικεφαλαία με χαίτη αλόγου
2. πολεμιστής που μάχεται έφιππος ή πάνω σε άρμα («ἀνέρες ἱπποκορυσταί», Ομ. Ιλ.)
3. επίθ. τών Παιόνων («Παίονας ἱπποκορυστάς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κορυσ-της (< κόρυς «περικεφαλαία»), πρβλ. χαλκο-κορυσ-της. Η κατάλ. -της που απαντά συνήθως σε μεταρρηματικά παρ. χρησιμοποιήθηκε στα εν λόγω συνθ. πιθ. για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
ἱπποκορυστής: -οῦ, ὁ (κορύσσω), επίθ., αναφέρεται στους ήρωες που πολεμούν από το άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἱππο-κορυστής, οῦ, κορύσσω
equipt or furnished with horses, Il.
Mantoulidis Etymological
(=ἔφιππος πολεμιστής). Ἀπό τό ἵππος + κορύσσω (=ἐξοπλίζω).