τροχίλος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(31 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=τροχίλος
|Full diacritics=τροχῐ́λος
|Medium diacritics=τροχίλος
|Medium diacritics=τροχίλος
|Low diacritics=τροχίλος
|Low diacritics=τροχίλος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trochilos
|Transliteration C=trochilos
|Beta Code=troxi/los
|Beta Code=troxi/los
|Definition=[ῐ], ὁ, (τρέχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">Egyptian plover, Charadrius melanocephalus</b> (or perh. <b class="b2">spur-winged plover, Hoplopterus spinosus</b>), said to pick leeches from the crocodile's throat by <span class="bibl">Hdt.2.68</span>; or to pick the crocodile's teeth by <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>612a21</span>; cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>79</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ach.</span>876</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pax</span> 1004</span> (anap.), <span class="bibl">Clearch.73</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>3.11</span>, <span class="bibl">8.25</span>, <span class="bibl">12.15</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">wren, Troglodytes europaeus</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>615a17</span>, Plu.2.405d; cf. τύραννος 1.4. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Archit., <b class="b2">hollow between the mouldings on the base of a column</b>, also called <b class="b2">scotia</b>, Vitr.3.5.2. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">sheave</b> in block-and-tackle equipment, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>397a</span> (v.l.), <span class="title">IG</span>22.1672.156,241, <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span>85.4</span>, <span class="bibl"><span class="title">Spir.</span>1.26</span>, al., <span class="bibl">Eust.1534.8</span>.</span>
|Definition=[ῐ], ὁ, ([[τρέχω]])<br><span class="bld">A</span> [[Egyptian plover]], [[Charadrius melanocephalus]] (or perhaps [[spur-winged plover]], [[Hoplopterus spinosus]]), said to pick [[leech]]es from the crocodile's [[throat]] by [[Herodotus|Hdt.]]2.68; or to [[pick]] the [[crocodile]]'s [[teeth]] by Arist.HA612a21; cf. Ar.Av.79, Ach.876, Pax 1004 (anap.), Clearch.73, Ael.NA3.11, 8.25, 12.15.<br><span class="bld">2</span> [[wren]], [[Troglodytes europaeus]], Arist.HA615a17, Plu.2.405d; cf. [[τύραννος]] 1.4.<br><span class="bld">II</span> Archit., [[hollow between the mouldings on the base of a column]], also called [[scotia]], Vitr.3.5.2.<br><span class="bld">III</span> [[sheave]] in [[block]]-and-[[tackle]] [[equipment]], Pl.R.397a ([[varia lectio|v.l.]]), IG22.1672.156,241, Hero Bel.85.4, Spir.1.26, al., Eust.1534.8.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>n. d'oiseau</i> :<br /><b>1</b> [[roitelet]];<br /><b>2</b> petit oiseau des bords du Nil, <i>c.</i> [[κλαδαρόρυγχος]];<br /><b>II.</b> [[treuil]], [[poulie]];<br /><b>III.</b> <i>t. d'archit.</i> nacelle (partie de la base d'une colonne, cf. [[σκοτία]]).<br />'''Étymologie:''' [[τρέχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=τροχίλος -ου, ὁ [τρέχω] renvogel, pluvier (vogel).
}}
{{elru
|elrutext='''τροχίλος:''' (ῐ), иногда τροχῖλος, [[varia lectio|v.l.]] [[τροχεῖλος]] ὁ<br /><b class="num">1</b> [[птица ржанка египетская]] («[[крокодилий сторож]]») (Pluvianus [[sive]] Carsorius [[Aegyptius]]) Her.;<br /><b class="num">2</b> предполож. [[птица крапивник]] (Troglodytes [[parvulus]]) Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τροχίλος''': ὁ, ([[τρέχω]]) μικρόν τι πτηνὸν παρυδάτιον, περὶ οὗ ὁ Ἡρόδ. λέγει ὅτι ἐξάγει τὰς βδέλλας ἐκ τοῦ στόματος τοῦ κροκοδείλου, ἴδε Bähr εἰς Ἡρόδ. 2. 68· ὁ δὲ Ἀριστ. ἐν τῇ περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 6 λέγει: «τῶν δὲ κροκοδείλων χασκόντων οἱ τροχίλοι καθαίρουσιν εἰσπετόμενοι τοὺς ὀδόντας, καὶ αὐτοὶ μὲν τροφὴν λαμβάνουσιν, ὁ δὲ ὠφελούμενος αἰσθάνεται καὶ οὐ βλάπτει», πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 79, Ἀχ. 876, Εἰρ. 1004, Αἰλ. π. Ζ. 3. 11., 8. 25· καλεῖται καὶ [[κλαδαρόρυγχος]] (ἴδε τὴν λέξιν)· - [[εἶναι]] τὸ πτηνὸν Charadrius Aegyptiacus, καὶ καλεῖται ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων ziczac (ὡς ἐκ τῆς φωνῆς του)· δὲν ἐξάγει δὲ βδέλλας ἀλλ’ ἐμπίδας καὶ κώνωπας ἐκ τοῦ ἀνεῳγμένου στόματος τοῦ κροκοδείλου. 2) μικρόν τι χερσαῖον πτηνόν, πιθαν. ὁ [[ὀρχίλος]], Tr?glodytes europaeus· καλούμενος καὶ [[πρέσβυς]] καὶ [[βασιλεύς]], Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 11, 5· ὁ δὲ [[μετὰ]] λόφου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἐκαλεῖτο [[τύραννος]], [[αὐτόθι]] 8. 3, 5· rex avium παρὰ Πλιν. 8. 37. ΙΙ. Ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ [[κοίλη]] ἐσοχὴ ἡ μεταξὺ τῶν δύο σπειρῶν τῆς βάσεως Ἰωνικοῦ κίονος, καλουμένη καὶ [[σκοτία]], Βιτρούβ. 3. 3, κλπ. ΙΙ. = [[τροχιλία]], Εὐστ. 1534. 8. Τὰ ἐκ τῶν ποιητῶν παραδείγματα δεικνύουσιν ὅτι ὁ ὀρθὸς τονισμὸς [[εἶναι]] [[τροχίλος]] [ῐ], οὐχὶ τροχῖλος.
|lstext='''τροχίλος''': ὁ, ([[τρέχω]]) μικρόν τι πτηνὸν παρυδάτιον, περὶ οὗ ὁ Ἡρόδ. λέγει ὅτι ἐξάγει τὰς βδέλλας ἐκ τοῦ στόματος τοῦ κροκοδείλου, ἴδε Bähr εἰς Ἡρόδ. 2. 68· ὁ δὲ Ἀριστ. ἐν τῇ περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 6 λέγει: «τῶν δὲ κροκοδείλων χασκόντων οἱ τροχίλοι καθαίρουσιν εἰσπετόμενοι τοὺς ὀδόντας, καὶ αὐτοὶ μὲν τροφὴν λαμβάνουσιν, ὁ δὲ ὠφελούμενος αἰσθάνεται καὶ οὐ βλάπτει», πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 79, Ἀχ. 876, Εἰρ. 1004, Αἰλ. π. Ζ. 3. 11., 8. 25· καλεῖται καὶ [[κλαδαρόρυγχος]] (ἴδε τὴν λέξιν)· - [[εἶναι]] τὸ πτηνὸν Charadrius Aegyptiacus, καὶ καλεῖται ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων ziczac (ὡς ἐκ τῆς φωνῆς του)· δὲν ἐξάγει δὲ βδέλλας ἀλλ’ ἐμπίδας καὶ κώνωπας ἐκ τοῦ ἀνεῳγμένου στόματος τοῦ κροκοδείλου. 2) μικρόν τι χερσαῖον πτηνόν, πιθαν. ὁ [[ὀρχίλος]], Tr?glodytes europaeus· καλούμενος καὶ [[πρέσβυς]] καὶ [[βασιλεύς]], Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 11, 5· ὁ δὲ μετὰ λόφου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἐκαλεῖτο [[τύραννος]], [[αὐτόθι]] 8. 3, 5· rex avium παρὰ Πλιν. 8. 37. ΙΙ. Ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ [[κοίλη]] ἐσοχὴ ἡ μεταξὺ τῶν δύο σπειρῶν τῆς βάσεως Ἰωνικοῦ κίονος, καλουμένη καὶ [[σκοτία]], Βιτρούβ. 3. 3, κλπ. ΙΙ. = [[τροχιλία]], Εὐστ. 1534. 8. Τὰ ἐκ τῶν ποιητῶν παραδείγματα δεικνύουσιν ὅτι ὁ ὀρθὸς τονισμὸς [[εἶναι]] [[τροχίλος]] [ῐ], οὐχὶ τροχῖλος.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[τρόχιλος]], Ν<br /><b>αρχιτ.</b> η [[κοίλη]] [[εσοχή]] που βρίσκεται [[μεταξύ]] τών δύο σπειρών της βάσης τών ιωνικών κιόνων, η [[σκοτία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι τρόχιλοι</i><br /><b>ζωολ.</b> [[υπόταξη]] αποδόμορφων πτηνών του Νέου Κόσμου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[μηχανισμός]] ανύψωσης βαρών, [[τροχαλία]], [[μακαράς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό ταχύπτερο παρυδάτιο [[πτηνό]] το οποίο, σύμφωνα με την [[παράδοση]], έβγαζε τις βδέλλες ή τα κουνούπια από το [[στόμα]] τών κροκοδείλων, ο [[κλαδαρόρυγχος]]<br /><b>2.</b> το [[πτηνό]] [[πρέσβυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρόχος]] ή [[τροχός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιλος</i>, που απαντά και σε άλλα ον. πτηνών ([[πρβλ]]. [[σποργίλος]], [[φρυγίλος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τροχίλος:''' [ῐ], ὁ ([[τρέχω]]), μικρό [[πτηνό]], [[νεροκότσυφας]], για τον οποίο λέγεται ότι βγάζει τις βδέλλες από το [[στόμα]] του κροκόδειλου, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τροχῐ́λος, ὁ, [[τρέχω]]<br />a [[small]] [[bird]], the sandpiper, said to [[pick]] leeches out of the [[crocodile]]'s [[throat]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχῐ́λος Medium diacritics: τροχίλος Low diacritics: τροχίλος Capitals: ΤΡΟΧΙΛΟΣ
Transliteration A: trochílos Transliteration B: trochilos Transliteration C: trochilos Beta Code: troxi/los

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, (τρέχω)
A Egyptian plover, Charadrius melanocephalus (or perhaps spur-winged plover, Hoplopterus spinosus), said to pick leeches from the crocodile's throat by Hdt.2.68; or to pick the crocodile's teeth by Arist.HA612a21; cf. Ar.Av.79, Ach.876, Pax 1004 (anap.), Clearch.73, Ael.NA3.11, 8.25, 12.15.
2 wren, Troglodytes europaeus, Arist.HA615a17, Plu.2.405d; cf. τύραννος 1.4.
II Archit., hollow between the mouldings on the base of a column, also called scotia, Vitr.3.5.2.
III sheave in block-and-tackle equipment, Pl.R.397a (v.l.), IG22.1672.156,241, Hero Bel.85.4, Spir.1.26, al., Eust.1534.8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. n. d'oiseau :
1 roitelet;
2 petit oiseau des bords du Nil, c. κλαδαρόρυγχος;
II. treuil, poulie;
III. t. d'archit. nacelle (partie de la base d'une colonne, cf. σκοτία).
Étymologie: τρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροχίλος -ου, ὁ [τρέχω] renvogel, pluvier (vogel).

Russian (Dvoretsky)

τροχίλος: (ῐ), иногда τροχῖλος, v.l. τροχεῖλος
1 птица ржанка египетскаякрокодилий сторож») (Pluvianus sive Carsorius Aegyptius) Her.;
2 предполож. птица крапивник (Troglodytes parvulus) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

τροχίλος: ὁ, (τρέχω) μικρόν τι πτηνὸν παρυδάτιον, περὶ οὗ ὁ Ἡρόδ. λέγει ὅτι ἐξάγει τὰς βδέλλας ἐκ τοῦ στόματος τοῦ κροκοδείλου, ἴδε Bähr εἰς Ἡρόδ. 2. 68· ὁ δὲ Ἀριστ. ἐν τῇ περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 6 λέγει: «τῶν δὲ κροκοδείλων χασκόντων οἱ τροχίλοι καθαίρουσιν εἰσπετόμενοι τοὺς ὀδόντας, καὶ αὐτοὶ μὲν τροφὴν λαμβάνουσιν, ὁ δὲ ὠφελούμενος αἰσθάνεται καὶ οὐ βλάπτει», πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 79, Ἀχ. 876, Εἰρ. 1004, Αἰλ. π. Ζ. 3. 11., 8. 25· καλεῖται καὶ κλαδαρόρυγχος (ἴδε τὴν λέξιν)· - εἶναι τὸ πτηνὸν Charadrius Aegyptiacus, καὶ καλεῖται ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων ziczac (ὡς ἐκ τῆς φωνῆς του)· δὲν ἐξάγει δὲ βδέλλας ἀλλ’ ἐμπίδας καὶ κώνωπας ἐκ τοῦ ἀνεῳγμένου στόματος τοῦ κροκοδείλου. 2) μικρόν τι χερσαῖον πτηνόν, πιθαν. ὁ ὀρχίλος, Tr?glodytes europaeus· καλούμενος καὶ πρέσβυς καὶ βασιλεύς, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 11, 5· ὁ δὲ μετὰ λόφου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἐκαλεῖτο τύραννος, αὐτόθι 8. 3, 5· rex avium παρὰ Πλιν. 8. 37. ΙΙ. Ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ κοίλη ἐσοχὴ ἡ μεταξὺ τῶν δύο σπειρῶν τῆς βάσεως Ἰωνικοῦ κίονος, καλουμένη καὶ σκοτία, Βιτρούβ. 3. 3, κλπ. ΙΙ. = τροχιλία, Εὐστ. 1534. 8. Τὰ ἐκ τῶν ποιητῶν παραδείγματα δεικνύουσιν ὅτι ὁ ὀρθὸς τονισμὸς εἶναι τροχίλος [ῐ], οὐχὶ τροχῖλος.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και τρόχιλος, Ν
αρχιτ. η κοίλη εσοχή που βρίσκεται μεταξύ τών δύο σπειρών της βάσης τών ιωνικών κιόνων, η σκοτία
νεοελλ.
στον πληθ. οι τρόχιλοι
ζωολ. υπόταξη αποδόμορφων πτηνών του Νέου Κόσμου
νεοελλ.-μσν.
μηχανισμός ανύψωσης βαρών, τροχαλία, μακαράς
αρχ.
1. μικρό ταχύπτερο παρυδάτιο πτηνό το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, έβγαζε τις βδέλλες ή τα κουνούπια από το στόμα τών κροκοδείλων, ο κλαδαρόρυγχος
2. το πτηνό πρέσβυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόχος ή τροχός + επίθημα -ιλος, που απαντά και σε άλλα ον. πτηνών (πρβλ. σποργίλος, φρυγίλος)].

Greek Monotonic

τροχίλος: [ῐ], ὁ (τρέχω), μικρό πτηνό, νεροκότσυφας, για τον οποίο λέγεται ότι βγάζει τις βδέλλες από το στόμα του κροκόδειλου, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

τροχῐ́λος, ὁ, τρέχω
a small bird, the sandpiper, said to pick leeches out of the crocodile's throat, Hdt.