στρωτήρ: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(6_11)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strotir
|Transliteration C=strotir
|Beta Code=strwth/r
|Beta Code=strwth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rafter laid upon</b> the bearing beam; mostly in pl., <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>72</span>; of a drunken man, ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Vert.</span>12</span>, cf. <span class="title">IG</span>22.1672.63, al., 42(1).102.179,235 (Epid., iv B.C.), <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>87.25</span>, <span class="bibl">Plb.5.89.6</span>, <span class="title">IG</span>12(3).324.11 (Thera, ii A.D.): generally, <b class="b2">cross-beam</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>7</span>,<span class="bibl">78</span>; expld. by <b class="b3">σανίδες εἰς ὀροφὴν ἐπιτήδειοι</b>, <span class="title">AB</span>302; opp. <b class="b3">δοκοί</b>, <span class="bibl">Str.16.4.13</span>; difft. from <b class="b3">δοκοί</b> and <b class="b3">ἀπότομα</b>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1546.8</span> (iii B.C.).</span>
|Definition=στρωτῆρος, ὁ, [[rafter]] laid upon the [[bearing]] [[beam]]; mostly in plural [[στρωτῆρες]], Ar.''Fr.''72; of a [[drunken]] man, ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς [[ἀριθμεῖν]] [[Theophrastus|Thphr.]] ''Vert.''12, cf. ''IG''22.1672.63, al., 42(1).102.179,235 (Epid., iv B.C.), Ph.''Bel.''87.25, Plb.5.89.6, ''IG''12(3).324.11 (Thera, ii A.D.): generally, [[crossbeam]], Hp.''Art.''7,78; expld. by <b class="b3">σανίδες εἰς ὀροφὴν ἐπιτήδειοι</b>, ''AB''302; opp. [[δοκός|δοκοί]], Str.16.4.13; difft. from [[δοκός|δοκοί]] and [[ἀπότομος|ἀπότομα]], ''BGU''1546.8 (iii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρωτήρ''': -ῆρος, ὁ, ([[στρώννυμι]]) δοκὸς τῆς στέγης πλαγία προσηλωμένη ἐπὶ τῆς [[μεγάλης]] ἢ κεντρικῆς δοκοῦ· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 54 ([[ἔνθα]] ὑπάρχει ἀναφορὰ εἰς τὴν ἐν τοῖς Α. Β. παροιμίαν περὶ ἀνθρώπου μεμεθυσμένου, [[ὅταν]] μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν), Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 12, Πολύβ. 5. 89, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2454, πρβλ. Böckh Inscr. 1. 281· [[καθόλου]], δοκὸς ἐγκαρσία, [[σταυροειδῶς]] ἐπικειμένη ἑτέρᾳ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783. 838· - πρβλ. Α. Β. 302, [[ἔνθα]] λέγεται ὅτι στρωτῆρες καλοῦνται καὶ αἱ σανίδες ἢ τὰ «πέτουρα» τὰ προσηλούμενα ἐπὶ τῶν μικροτέρων ἢ πλαγίων δοκῶν τῆς στέγης· ἀντίθετ. τῷ δοκοί, Στράβ. 773. ΙΙ. = [[στρώτης]], Γρηγ. Ναζ.
|lstext='''στρωτήρ''': -ῆρος, ὁ, ([[στρώννυμι]]) δοκὸς τῆς στέγης πλαγία προσηλωμένη ἐπὶ τῆς [[μεγάλης]] ἢ κεντρικῆς δοκοῦ· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 54 ([[ἔνθα]] ὑπάρχει ἀναφορὰ εἰς τὴν ἐν τοῖς Α. Β. παροιμίαν περὶ ἀνθρώπου μεμεθυσμένου, [[ὅταν]] μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν), Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 12, Πολύβ. 5. 89, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2454, πρβλ. Böckh Inscr. 1. 281· [[καθόλου]], δοκὸς ἐγκαρσία, [[σταυροειδῶς]] ἐπικειμένη ἑτέρᾳ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783. 838· - πρβλ. Α. Β. 302, [[ἔνθα]] λέγεται ὅτι στρωτῆρες καλοῦνται καὶ αἱ σανίδες ἢ τὰ «πέτουρα» τὰ προσηλούμενα ἐπὶ τῶν μικροτέρων ἢ πλαγίων δοκῶν τῆς στέγης· ἀντίθετ. τῷ δοκοί, Στράβ. 773. ΙΙ. = [[στρώτης]], Γρηγ. Ναζ.
}}
{{elru
|elrutext='''στρωτήρ:''' ῆρος ὁ [[στρώννυμι]] [[потолочная балка]] Arph., Polyb.
}}
{{elnl
|elnltext=στρωτήρ -ῆρος, ὁ [στρώννυμι] [[dwarsbalk]].
}}
{{trml
|trtx====[[crossbeam]]===
Albanian: shtalkë; Aramaic Classical Syriac: ܗܪܡܣܐ‎; Crimean Tatar: tartma; Dutch: [[dwarsbalk]]; Finnish: poikkipalkki, poikkipuu; Galician: travesa, trabe; German: [[Balken]]; Greek: [[τραβέρσα]], [[διαδοκίδα]]; Ancient Greek: [[στρωτήρ]]; Icelandic: biti, slá; Irish: bíoma trasna; Italian: [[traversa]]; Korean: 심방; Latin: [[epistylium]], [[transtrum]]; Malay: alang, gulung-gulung; Maori: whiti, kaho; Middle English: traunsom; Norwegian: tverrbjelke; Portuguese: [[travessa]]; Romanian: spetează; Russian: [[поперечина]], [[балка]]; Samoan: so'a; Spanish: [[barrote]], [[sopanda]], [[travesaño]]; Tagalog: balagbag
}}
}}

Latest revision as of 07:33, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρωτήρ Medium diacritics: στρωτήρ Low diacritics: στρωτήρ Capitals: ΣΤΡΩΤΗΡ
Transliteration A: strōtḗr Transliteration B: strōtēr Transliteration C: strotir Beta Code: strwth/r

English (LSJ)

στρωτῆρος, ὁ, rafter laid upon the bearing beam; mostly in plural στρωτῆρες, Ar.Fr.72; of a drunken man, ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν Thphr. Vert.12, cf. IG22.1672.63, al., 42(1).102.179,235 (Epid., iv B.C.), Ph.Bel.87.25, Plb.5.89.6, IG12(3).324.11 (Thera, ii A.D.): generally, crossbeam, Hp.Art.7,78; expld. by σανίδες εἰς ὀροφὴν ἐπιτήδειοι, AB302; opp. δοκοί, Str.16.4.13; difft. from δοκοί and ἀπότομα, BGU1546.8 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 957] ῆρος, ὁ, 1) = στρώτης. – 2) der auf einem andern ruhende Querbalken an der Decke, Pol. 5, 89, 6; sprichwörtlich von einem Betrunkenen ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν, Theophr.; Ar. bei Poll. 10, 173. Auch die über die Dachsparren genagelten Latten, auf welche die Dachziegel gelegt werden; verschiedene Erkl. giebt B. A. 302.

Greek (Liddell-Scott)

στρωτήρ: -ῆρος, ὁ, (στρώννυμι) δοκὸς τῆς στέγης πλαγία προσηλωμένη ἐπὶ τῆς μεγάλης ἢ κεντρικῆς δοκοῦ· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 54 (ἔνθα ὑπάρχει ἀναφορὰ εἰς τὴν ἐν τοῖς Α. Β. παροιμίαν περὶ ἀνθρώπου μεμεθυσμένου, ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν), Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 12, Πολύβ. 5. 89, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2454, πρβλ. Böckh Inscr. 1. 281· καθόλου, δοκὸς ἐγκαρσία, σταυροειδῶς ἐπικειμένη ἑτέρᾳ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783. 838· - πρβλ. Α. Β. 302, ἔνθα λέγεται ὅτι στρωτῆρες καλοῦνται καὶ αἱ σανίδες ἢ τὰ «πέτουρα» τὰ προσηλούμενα ἐπὶ τῶν μικροτέρων ἢ πλαγίων δοκῶν τῆς στέγης· ἀντίθετ. τῷ δοκοί, Στράβ. 773. ΙΙ. = στρώτης, Γρηγ. Ναζ.

Russian (Dvoretsky)

στρωτήρ: ῆρος ὁ στρώννυμι потолочная балка Arph., Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρωτήρ -ῆρος, ὁ [στρώννυμι] dwarsbalk.

Translations

crossbeam

Albanian: shtalkë; Aramaic Classical Syriac: ܗܪܡܣܐ‎; Crimean Tatar: tartma; Dutch: dwarsbalk; Finnish: poikkipalkki, poikkipuu; Galician: travesa, trabe; German: Balken; Greek: τραβέρσα, διαδοκίδα; Ancient Greek: στρωτήρ; Icelandic: biti, slá; Irish: bíoma trasna; Italian: traversa; Korean: 심방; Latin: epistylium, transtrum; Malay: alang, gulung-gulung; Maori: whiti, kaho; Middle English: traunsom; Norwegian: tverrbjelke; Portuguese: travessa; Romanian: spetează; Russian: поперечина, балка; Samoan: so'a; Spanish: barrote, sopanda, travesaño; Tagalog: balagbag