διαφαύσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(6_12)
m (LSJ1 replacement)
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diafaysko
|Transliteration C=diafaysko
|Beta Code=diafau/skw
|Beta Code=diafau/skw
|Definition=Ion. (and later Prose, <span class="bibl">D.H.9.63</span>) <b class="b3">δια-φώσκω</b>, aor. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -έφαυσα <span class="bibl">LXX <span class="title">Ge.</span>44.3</span>, al.:—<b class="b2">show light through, dawn</b>, <b class="b3">ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ</b> as soon as day <b class="b2">began to dawn</b>, <span class="bibl">Hdt.3.86</span>, <span class="bibl">9.45</span>; <b class="b3">ἄρτι διαφαύσκοντος</b> (abs.) <span class="bibl">Plb.31.14.13</span>.</span>
|Definition=Ion. (and later Prose, D.H.9.63) [[διαφώσκω]], aor. διέφαυσα [[LXX]] ''Ge.''44.3, al.:—[[show light through]], [[dawn]], [[ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ]] [[as soon as day began to dawn]], [[Herodotus|Hdt.]]3.86, 9.45; [[ἄρτι διαφαύσκοντος]] (abs.) Plb.31.14.13.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> jón. y tard. -φώσκω Hdt.3.86, D.H.9.63<br />[[amanecer]] ἅμ' ἡμέρῃ δὲ διαφωσκούσῃ Hdt.l.c., cf. [[LXX]] 1<i>Re</i>.14.36, D.H.l.c., τὸ πρωὶ διέφαυσκεν [[LXX]] <i>Ge</i>.44.3, ἕως διαφαύσῃ ὁ ὄρθρος [[LXX]] <i>Id</i>.16.2B, cf. <i>Iu</i>.14.2, [[ἄρτι]] διαφαύσκοντος Plb.31.14.13.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0610.png Seite 610]] durchleuchten, Pol. 31, 22 [[ἄρτι]] διαφαύσκοντος, emend. für διαφάσκοντος, da es Tag wurde, s. [[διαφώσκω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0610.png Seite 610]] durchleuchten, Pol. 31, 22 [[ἄρτι]] διαφαύσκοντος, emend. für διαφάσκοντος, da es Tag wurde, s. [[διαφώσκω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />commencer à briller : ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ <i>(ion.)</i> HDT le jour commençant à poindre.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], φαύσκω.
}}
{{elnl
|elnltext=διαφαύσκω, Ion. διαφώσκω &#91;[[διά]], [[φάω]]] [[stralen]]:. ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ bij de eerste stralen van de dag Hdt. 3.86.1.
}}
{{elru
|elrutext='''διαφαύσκω:''' (рас)светать: [[ἄρτι]] διαφαύσκοντος Polyb. как только рассвело.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαφαύσκω''': Ἰων. -[[φώσκω]]· - [[διαφαίνω]], δεικνύω φῶς διὰ μέσου, [[διαυγάζω]], [[ἀνατέλλω]], ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ εὐθὺς ὡς ἡ [[ἡμέρα]] ἤρχιζε νὰ «χαράζῃ», Ἡρόδ. 3. 86., 9. 45· ἄρτι διαφαύσκοντος (ἀπολ.) Πολύβ. 31. 22, 13· πρβλ. [[διαυγάζω]].
|lstext='''διαφαύσκω''': Ἰων. -[[φώσκω]]· - [[διαφαίνω]], δεικνύω φῶς διὰ μέσου, [[διαυγάζω]], [[ἀνατέλλω]], ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ εὐθὺς ὡς ἡ [[ἡμέρα]] ἤρχιζε νὰ «χαράζῃ», Ἡρόδ. 3. 86., 9. 45· ἄρτι διαφαύσκοντος (ἀπολ.) Πολύβ. 31. 22, 13· πρβλ. [[διαυγάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=(Μ [[διαφάω]] και Α [[διαφώσκω]] και [[διαφαύω]])<br />[[διαφαίνομαι]], [[φέγγω]], [[χαράζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαφαύσκω:''' Ιων. -[[φώσκω]] ([[φάος]], [[φῶς]]), μόνο στον ενεστ.,· [[ρίχνω]] φως [[κατευθείαν]] μέσα σε, [[ξημερώνω]], [[ανατέλλω]], σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ionic -[[φώσκω]] [[φάος]], φῶς] only in pres.]<br />to [[show]] [[light]] [[through]], to [[dawn]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφαύσκω Medium diacritics: διαφαύσκω Low diacritics: διαφαύσκω Capitals: ΔΙΑΦΑΥΣΚΩ
Transliteration A: diaphaúskō Transliteration B: diaphauskō Transliteration C: diafaysko Beta Code: diafau/skw

English (LSJ)

Ion. (and later Prose, D.H.9.63) διαφώσκω, aor. διέφαυσα LXX Ge.44.3, al.:—show light through, dawn, ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ as soon as day began to dawn, Hdt.3.86, 9.45; ἄρτι διαφαύσκοντος (abs.) Plb.31.14.13.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. y tard. -φώσκω Hdt.3.86, D.H.9.63
amanecer ἅμ' ἡμέρῃ δὲ διαφωσκούσῃ Hdt.l.c., cf. LXX 1Re.14.36, D.H.l.c., τὸ πρωὶ διέφαυσκεν LXX Ge.44.3, ἕως διαφαύσῃ ὁ ὄρθρος LXX Id.16.2B, cf. Iu.14.2, ἄρτι διαφαύσκοντος Plb.31.14.13.

German (Pape)

[Seite 610] durchleuchten, Pol. 31, 22 ἄρτι διαφαύσκοντος, emend. für διαφάσκοντος, da es Tag wurde, s. διαφώσκω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
commencer à briller : ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ (ion.) HDT le jour commençant à poindre.
Étymologie: διά, φαύσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαφαύσκω, Ion. διαφώσκω [διά, φάω] stralen:. ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ bij de eerste stralen van de dag Hdt. 3.86.1.

Russian (Dvoretsky)

διαφαύσκω: (рас)светать: ἄρτι διαφαύσκοντος Polyb. как только рассвело.

Greek (Liddell-Scott)

διαφαύσκω: Ἰων. -φώσκω· - διαφαίνω, δεικνύω φῶς διὰ μέσου, διαυγάζω, ἀνατέλλω, ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ εὐθὺς ὡς ἡ ἡμέρα ἤρχιζε νὰ «χαράζῃ», Ἡρόδ. 3. 86., 9. 45· ἄρτι διαφαύσκοντος (ἀπολ.) Πολύβ. 31. 22, 13· πρβλ. διαυγάζω.

Greek Monolingual

διαφάω και Α διαφώσκω και διαφαύω)
διαφαίνομαι, φέγγω, χαράζω.

Greek Monotonic

διαφαύσκω: Ιων. -φώσκω (φάος, φῶς), μόνο στον ενεστ.,· ρίχνω φως κατευθείαν μέσα σε, ξημερώνω, ανατέλλω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ionic -φώσκω φάος, φῶς] only in pres.]
to show light through, to dawn, Hdt.