ἰλλάς: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(6_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=illas
|Transliteration C=illas
|Beta Code=i)lla/s
|Beta Code=i)lla/s
|Definition=άδος, ἡ, (ἴλλω, εἴλω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rope, band</b>, βοῦς, τόν τ' οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσιν . . δήσαντες ἄγουσιν <span class="bibl">Il.13.572</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Adj., <b class="b2">close-packed, herding together</b>, of cattle, ἰλλάδες γοναί <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>70</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>837</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[Ἰλιάς]] <span class="bibl">111</span>, <span class="bibl">Ath.2.65a</span>, <span class="bibl">Eust.947.8</span>.</span>
|Definition=ἰλλάδος, ἡ, ([[ἴλλω]], [[εἴλω]])<br><span class="bld">A</span> [[rope]], [[band]], [[βοῦς]], τόν τ' οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσιν . . δήσαντες ἄγουσιν Il.13.572.<br><span class="bld">II</span> as adjective, [[close-packed]], [[herding together]], of [[cattle]], ἰλλάδες γοναί S.Fr.70, E.Fr.837.<br><span class="bld">III</span> = [[Ἰλιάς]] ''III'', Ath.2.65a, Eust.947.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1251.png Seite 1251]] άδος, ἡ ([[ἴλλω]], [[εἴλω]]), – 1) ein zusammengedrehter Strick, eine Schlinge, [[βοῦς]], τόν τ' οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα βίῃ δήσαντες ἄγουσιν Il. 13, 572; VLL. – 2) eine Drosselart, Ath. II, 65 b aus Arist., wo aber [[ἰλιάς]] steht.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1251.png Seite 1251]] άδος, ἡ ([[ἴλλω]], [[εἴλω]]), – 1) ein zusammengedrehter Strick, eine Schlinge, [[βοῦς]], τόν τ' οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα βίῃ δήσαντες ἄγουσιν Il. 13, 572; VLL. – 2) eine Drosselart, Ath. II, 65 b aus Arist., wo aber [[ἰλιάς]] steht.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />[[lien tordu]], [[corde]], [[lacet]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰλλάς:''' άδος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[крученая веревка]], [[бечева]]: [[βοῦς]], [[τόν]] τε βουκόλοι [[ἄνδρες]], ἰλλάσιν δήσαντες, ἄγουσιν Hom. вол, которого пастухи, связав веревками, ведут;<br /><b class="num">2</b> Arst. [[varia lectio|v.l.]] = [[ἰλιάς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰλλάς''': -άδος, ἡ, ([[ἴλλω]], [[εἴλω]]) ἐξ ἱμάντων πεπλεγμένος [[δεσμός]], [[σχοινίον]] ἐξ ἱμάντων, [[βοῦς]], ὅν τ’ οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσι... δήσαντες ἄγουσιν Ἰλ. Ν. 572· πρβλ. ἐλλεδανός. ΙΙ. ἐν τῇ σκοτεινῇ φράσει: ἰλλάδας γονάς, ἣν ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ἐκ τοῦ Εὐρ. (Ἀποσπ. 834) καὶ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 73) ([[μετὰ]] τῆς ἑρμηνείας ἀγελειὰς καὶ τὰς συστροφάς), οἱ Γραμμ. φαίνεται ὅτι ἐξέλαβον τὸ ἰλλάδας ὡς ἐπίθ., [[ὁμοῦ]] συνηγμένας, ἀγελαίας, πρβλ. [[ἰλλάζω]]. ΙΙΙ. ἴδε [[Ἰλιὰς]] ΙΙΙ.
|lstext='''ἰλλάς''': -άδος, ἡ, ([[ἴλλω]], [[εἴλω]]) ἐξ ἱμάντων πεπλεγμένος [[δεσμός]], [[σχοινίον]] ἐξ ἱμάντων, [[βοῦς]], ὅν τ’ οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσι... δήσαντες ἄγουσιν Ἰλ. Ν. 572· πρβλ. ἐλλεδανός. ΙΙ. ἐν τῇ σκοτεινῇ φράσει: ἰλλάδας γονάς, ἣν ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ἐκ τοῦ Εὐρ. (Ἀποσπ. 834) καὶ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 73) (μετὰ τῆς ἑρμηνείας ἀγελειὰς καὶ τὰς συστροφάς), οἱ Γραμμ. φαίνεται ὅτι ἐξέλαβον τὸ ἰλλάδας ὡς ἐπίθ., [[ὁμοῦ]] συνηγμένας, ἀγελαίας, πρβλ. [[ἰλλάζω]]. ΙΙΙ. ἴδε [[Ἰλιὰς]] ΙΙΙ.
}}
{{Autenrieth
|auten=άδος ([[εἴλω]]): pl., [[twisted]] cords, Il. 13.572†.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰλλάς]], -[[άδος]], ἡ (ΑΜ) [[ίλλω]]<br />[[είδος]] πτηνού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχοινί]], [[λουρί]]<br /><b>2.</b> (φρ. «ἰλλάδας [[γονάς]]» — ζώα που βόσκουν [[κατά]] αγέλες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰλλάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[ἴλλω]], [[εἴλω]]), [[σχοινί]] από ιμάντες, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. 2. [[εἰλέω]]
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἰλλάς]], άδος, [[ἴλλω]], [[εἴλω]]<br />a [[rope]], [[band]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰλλάς Medium diacritics: ἰλλάς Low diacritics: ιλλάς Capitals: ΙΛΛΑΣ
Transliteration A: illás Transliteration B: illas Transliteration C: illas Beta Code: i)lla/s

English (LSJ)

ἰλλάδος, ἡ, (ἴλλω, εἴλω)
A rope, band, βοῦς, τόν τ' οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσιν . . δήσαντες ἄγουσιν Il.13.572.
II as adjective, close-packed, herding together, of cattle, ἰλλάδες γοναί S.Fr.70, E.Fr.837.
III = Ἰλιάς III, Ath.2.65a, Eust.947.8.

German (Pape)

[Seite 1251] άδος, ἡ (ἴλλω, εἴλω), – 1) ein zusammengedrehter Strick, eine Schlinge, βοῦς, τόν τ' οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα βίῃ δήσαντες ἄγουσιν Il. 13, 572; VLL. – 2) eine Drosselart, Ath. II, 65 b aus Arist., wo aber ἰλιάς steht.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
lien tordu, corde, lacet.
Étymologie: ἴλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἰλλάς: άδος ἡ
1 крученая веревка, бечева: βοῦς, τόν τε βουκόλοι ἄνδρες, ἰλλάσιν δήσαντες, ἄγουσιν Hom. вол, которого пастухи, связав веревками, ведут;
2 Arst. v.l. = ἰλιάς.

Greek (Liddell-Scott)

ἰλλάς: -άδος, ἡ, (ἴλλω, εἴλω) ἐξ ἱμάντων πεπλεγμένος δεσμός, σχοινίον ἐξ ἱμάντων, βοῦς, ὅν τ’ οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσι... δήσαντες ἄγουσιν Ἰλ. Ν. 572· πρβλ. ἐλλεδανός. ΙΙ. ἐν τῇ σκοτεινῇ φράσει: ἰλλάδας γονάς, ἣν ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ἐκ τοῦ Εὐρ. (Ἀποσπ. 834) καὶ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 73) (μετὰ τῆς ἑρμηνείας ἀγελειὰς καὶ τὰς συστροφάς), οἱ Γραμμ. φαίνεται ὅτι ἐξέλαβον τὸ ἰλλάδας ὡς ἐπίθ., ὁμοῦ συνηγμένας, ἀγελαίας, πρβλ. ἰλλάζω. ΙΙΙ. ἴδε Ἰλιὰς ΙΙΙ.

English (Autenrieth)

άδος (εἴλω): pl., twisted cords, Il. 13.572†.

Greek Monolingual

ἰλλάς, -άδος, ἡ (ΑΜ) ίλλω
είδος πτηνού
αρχ.
1. σχοινί, λουρί
2. (φρ. «ἰλλάδας γονάς» — ζώα που βόσκουν κατά αγέλες.

Greek Monotonic

ἰλλάς: -άδος, ἡ (ἴλλω, εἴλω), σχοινί από ιμάντες, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

See also: s. 2. εἰλέω

Middle Liddell

ἰλλάς, άδος, ἴλλω, εἴλω
a rope, band, Il.