καταχώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(6_1)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(31 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katachonnymi
|Transliteration C=katachonnymi
|Beta Code=kataxw/nnumi
|Beta Code=kataxw/nnumi
|Definition=( καταχωννύω <span class="title">Gp.</span>2.42.5, <span class="title">Hippiatr.</span>34), fut. -<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> χώσω <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span> 177c</span>:—<b class="b2">cover with a heap, overwhelm, bury</b>, <b class="b3">ὁ νότος κατέχωσέ σφεας</b> <b class="b2">buried</b> them in sand, <span class="bibl">Hdt.4.173</span>; κ. τινὰ λίθοις <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>295</span> (tm.); σφέας . . κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες <span class="bibl">Hdt.7.225</span>; ἐν λίθοις σφενδόνης <span class="bibl">LXX <span class="title">Za.</span>9.15</span>; <b class="b3">ἐν κοπρίᾳ</b> <span class="title">Hippiatr.</span>l.c.:—Pass., <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>61.15</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">silt up, dam up</b>, τὸ στόμιον τοῦ λιμένος <span class="bibl">D.S.24.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> metaph., <b class="b3">ἐπιρρέοντα καταχώσει . . τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον</b> with fresh streams they <b class="b2">will choke up the channel of</b> our original argument, Pl.l.c.; κ. τινὰ λόγοις Id.<span class="title">Grg.</span> 512c; τὴν ἐρώτησιν Plu.2.512e:—Pass., <b class="b2">to be buried in obscurity</b>, τὰ πρῶτα ὀνόματα -κέχωσται ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span> 414c</span>; ἐνθυμήσεις μυστικῶς -κεχωσμέναι <span class="bibl">Vett.Val.301.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b2">overwhelm, ruin</b>, <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>63.19</span>.</span>
|Definition=([[καταχωννύω]] ''Gp.''2.42.5, ''Hippiatr.''34), <span class="bld">A</span> fut. -χώσω [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]'' 177c:—[[cover with a heap]], [[overwhelm]], [[bury]], <b class="b3">ὁ νότος κατέχωσέ σφεας</b> [[buried]] them in sand, [[Herodotus|Hdt.]]4.173; κ. τινὰ λίθοις [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''295 (tm.); σφέας… κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες [[Herodotus|Hdt.]]7.225; ἐν λίθοις σφενδόνης [[LXX]] ''Za.''9.15; <b class="b3">ἐν κοπρίᾳ</b> ''Hippiatr.''l.c.:—Pass., Lib.''Or.''61.15.<br><span class="bld">2</span> [[silt up]], [[dam up]], τὸ στόμιον τοῦ λιμένος [[Diodorus Siculus|D.S.]]24.1.<br><span class="bld">3</span> metaph., <b class="b3">ἐπιρρέοντα καταχώσει… τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον</b> with fresh streams they [[will choke up the channel of]] our original argument, Pl.l.c.; κ. τινὰ λόγοις Id.''Grg.'' 512c; τὴν ἐρώτησιν Plu.2.512e:—Pass., to [[be buried in obscurity]], τὰ πρῶτα ὀνόματα -κέχωσται ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]'' 414c; ἐνθυμήσεις μυστικῶς -κεχωσμέναι Vett.Val.301.9.<br><span class="bld">4</span> [[overwhelm]], [[ruin]], Lib.''Or.''63.19.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> ensevelir sous un amas (de sable) acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> ensevelir <i>ou</i> cacher sous un amas (de paroles, <i>etc.</i>) : ἐρώτησιν PLUT une question.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χώννυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-χώννυμι en κατα-χωννύω bedelven, begraven: κατά σε χώσομεν τοῖς λίθοις we zullen je met een hoop stenen bedelven Aristoph. Ach. 295 (tmesis); overdr.: κ. τινὰ λόγοις iem. overstelpen met argumenten Plat. Grg. 512c.
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ([[χώννυμι]]), <i>[[zuschütten]], [[zudämmen]], [[verschütten]]</i>; [[ἐπεὶ]] ἐγένοντο ἐν τῇ ψάμμῳ, ὁ [[νότος]] κατέχωσέ σφεας Her. 4.173, Sp.; κατά σε χώσομεν λίθοις, wir [[werden]] dich mit Steinen <i>[[überschütten]]</i>, Ar. <i>Ach</i>. 295; mit Geschossen, [[σφέας]] κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Her. 7.225; λόγοις, ὕμνοις, ἐπαίνοις, <i>mit Lob [[überschütten]]</i>, was <i>B.A</i>. 45.21 καταπληρῶσαι [[erklärt]] wird; vgl. Plat. <i>Gorg</i>. 512b; übertragen, τὰ [[πρῶτα]] ὀνόματα τεθέντα κατακέχωσται [[ἤδη]] ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά, sie sind <i>[[überschüttet]], [[verdunkelt]], Crat</i>. 414c; Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''καταχώννῡμι:'''<br /><b class="num">1</b> [[засыпать]], [[заваливать]] (τινά Her.); забрасывать (τινὰ λίθοις Arph.; [[πολλῇ]] γῇ τι Plut.; τινὰ τοῖς λόγοις Plat.): [[σφέας]] κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Her. варвары засыпали их стрелами; τὰ [[πρῶτα]] ὀνόματα τεθέντα κατακέχωσται [[ἤδη]] ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά Plat. первоначально установленные наименования затемнены теми, кто хотел сделать их выспренними;<br /><b class="num">2</b> [[хоронить]] (γραῦν τινα ζῶσαν Plut.).
}}
{{eles
|esgtx=[[enterrar]]
}}
{{grml
|mltxt=[[καταχώννυμι]] (AM)<br /><b>βλ.</b> [[καταχώνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταχώννῡμι:''' μέλ. <i>-χώσω</i>, [[καλύπτω]] με σωρό, ὁ [[νότος]] κατέχωσέ σφεας, ο [[νότιος]] [[άνεμος]] τους έθαψε στην άμμο, σε Ηρόδ.· <i>κ. τινα λίθοις</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχώννῡμι''': (-ύω Γεωπ. 2. 42, 5): -χώσω˙- χώνω βαθέως, [[σκεπάζω]] μὲ σωρὸν χώματος, [[κατακαλύπτω]], κατορύττω, [[θάπτω]], ὁ [[νότος]] κατέχωσέ σφεας, τοὺς ἐσκέπασε μὲ ἄμμον, Ἡρόδ. 1. 173˙ κ. τινὰ λίθοις Ἀριστοφ. Ἀχ. 295˙ οὕτω, σφέας… κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Ἡρόδ. 7. 225˙ [[χρυσίον]] πολλῇ γῇ συμπεφυρμένον καὶ κατακεχωσμένον Πλουτ. Ἠθικ. 497Ε. 2) [[φράττω]], «στουπώνω», τὸ [[στόμιον]] τοῦ λιμένος Διοδ. Ἐκλογ. 506. 60. 3) μεταφορ., [[κατακλύζω]], «κατ. ὕμνοις καὶ ἐπαίνοις καὶ λόγοις, [[οἷον]] καταπληρῶσαι» Βεκκήρ. Ἀνέκδ. 45. 21· [[πλείω]] ἀεὶ ἐπιρρέοντα καταχώσει… τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον, θὰ κατασκεπάσωσι, θὰ καταπνίξωσι, τὸ ἐξ ἀρχῆς ζήτημά μας, Πλάτ. Θεαίτ. 177C· κ. τινὰ λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 512C· [[ὡσαύτως]], [[θάπτω]] ἐν ἀφανείᾳ, ἐν ἀσημότητι, [[ἐπισκιάζω]], ἐπισκοτῶ, τὰ πρῶτα ὀνόματα ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 414C· τὸν λόγον, τὴν ἐρώτησιν Πλούτ. 2. 512Ε.
|lstext='''καταχώννῡμι''': (-ύω Γεωπ. 2. 42, 5): -χώσω·- χώνω βαθέως, [[σκεπάζω]] μὲ σωρὸν χώματος, [[κατακαλύπτω]], κατορύττω, [[θάπτω]], ὁ [[νότος]] κατέχωσέ σφεας, τοὺς ἐσκέπασε μὲ ἄμμον, Ἡρόδ. 1. 173· κ. τινὰ λίθοις Ἀριστοφ. Ἀχ. 295· οὕτω, σφέας… κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Ἡρόδ. 7. 225· [[χρυσίον]] πολλῇ γῇ συμπεφυρμένον καὶ κατακεχωσμένον Πλουτ. Ἠθικ. 497Ε. 2) [[φράττω]], «στουπώνω», τὸ [[στόμιον]] τοῦ λιμένος Διοδ. Ἐκλογ. 506. 60. 3) μεταφορ., [[κατακλύζω]], «κατ. ὕμνοις καὶ ἐπαίνοις καὶ λόγοις, [[οἷον]] καταπληρῶσαι» Βεκκήρ. Ἀνέκδ. 45. 21· [[πλείω]] ἀεὶ ἐπιρρέοντα καταχώσει… τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον, θὰ κατασκεπάσωσι, θὰ καταπνίξωσι, τὸ ἐξ ἀρχῆς ζήτημά μας, Πλάτ. Θεαίτ. 177C· κ. τινὰ λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 512C· [[ὡσαύτως]], [[θάπτω]] ἐν ἀφανείᾳ, ἐν ἀσημότητι, [[ἐπισκιάζω]], ἐπισκοτῶ, τὰ πρῶτα ὀνόματα ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 414C· τὸν λόγον, τὴν ἐρώτησιν Πλούτ. 2. 512Ε.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -χώσω<br />to [[cover]] with a [[heap]], ὁ [[νότος]] κατέχωσέ σφεας the South [[wind]] buried them in [[sand]], Hdt.; κ. τινὰ λίθοις Ar.
}}
{{elmes
|esmgtx=[[enterrar]] una concha καταχώσεις (τὸ ὄστρακον) εἰς ἀώρου μνῆμα σελήνης οὔσης διαμέτρου ἡλίου <b class="b3">enterrarás la concha en la tumba de un muerto prematuro, cuando la luna se encuentre en oposición al sol</b> P IV 2220
}}
}}

Latest revision as of 07:25, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχώννῡμι Medium diacritics: καταχώννυμι Low diacritics: καταχώννυμι Capitals: ΚΑΤΑΧΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katachṓnnymi Transliteration B: katachōnnymi Transliteration C: katachonnymi Beta Code: kataxw/nnumi

English (LSJ)

(καταχωννύω Gp.2.42.5, Hippiatr.34), A fut. -χώσω Pl.Tht. 177c:—cover with a heap, overwhelm, bury, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας buried them in sand, Hdt.4.173; κ. τινὰ λίθοις Ar.Ach.295 (tm.); σφέας… κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Hdt.7.225; ἐν λίθοις σφενδόνης LXX Za.9.15; ἐν κοπρίᾳ Hippiatr.l.c.:—Pass., Lib.Or.61.15.
2 silt up, dam up, τὸ στόμιον τοῦ λιμένος D.S.24.1.
3 metaph., ἐπιρρέοντα καταχώσει… τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον with fresh streams they will choke up the channel of our original argument, Pl.l.c.; κ. τινὰ λόγοις Id.Grg. 512c; τὴν ἐρώτησιν Plu.2.512e:—Pass., to be buried in obscurity, τὰ πρῶτα ὀνόματα -κέχωσται ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά Pl.Cra. 414c; ἐνθυμήσεις μυστικῶς -κεχωσμέναι Vett.Val.301.9.
4 overwhelm, ruin, Lib.Or.63.19.

French (Bailly abrégé)

1 ensevelir sous un amas (de sable) acc.;
2 fig. ensevelir ou cacher sous un amas (de paroles, etc.) : ἐρώτησιν PLUT une question.
Étymologie: κατά, χώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χώννυμι en κατα-χωννύω bedelven, begraven: κατά σε χώσομεν τοῖς λίθοις we zullen je met een hoop stenen bedelven Aristoph. Ach. 295 (tmesis); overdr.: κ. τινὰ λόγοις iem. overstelpen met argumenten Plat. Grg. 512c.

German (Pape)

[ῡ], (χώννυμι), zuschütten, zudämmen, verschütten; ἐπεὶ ἐγένοντο ἐν τῇ ψάμμῳ, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας Her. 4.173, Sp.; κατά σε χώσομεν λίθοις, wir werden dich mit Steinen überschütten, Ar. Ach. 295; mit Geschossen, σφέας κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Her. 7.225; λόγοις, ὕμνοις, ἐπαίνοις, mit Lob überschütten, was B.A. 45.21 καταπληρῶσαι erklärt wird; vgl. Plat. Gorg. 512b; übertragen, τὰ πρῶτα ὀνόματα τεθέντα κατακέχωσται ἤδη ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά, sie sind überschüttet, verdunkelt, Crat. 414c; Sp.

Russian (Dvoretsky)

καταχώννῡμι:
1 засыпать, заваливать (τινά Her.); забрасывать (τινὰ λίθοις Arph.; πολλῇ γῇ τι Plut.; τινὰ τοῖς λόγοις Plat.): σφέας κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Her. варвары засыпали их стрелами; τὰ πρῶτα ὀνόματα τεθέντα κατακέχωσται ἤδη ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά Plat. первоначально установленные наименования затемнены теми, кто хотел сделать их выспренними;
2 хоронить (γραῦν τινα ζῶσαν Plut.).

Spanish

enterrar

Greek Monolingual

καταχώννυμι (AM)
βλ. καταχώνω.

Greek Monotonic

καταχώννῡμι: μέλ. -χώσω, καλύπτω με σωρό, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας, ο νότιος άνεμος τους έθαψε στην άμμο, σε Ηρόδ.· κ. τινα λίθοις, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καταχώννῡμι: (-ύω Γεωπ. 2. 42, 5): -χώσω·- χώνω βαθέως, σκεπάζω μὲ σωρὸν χώματος, κατακαλύπτω, κατορύττω, θάπτω, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας, τοὺς ἐσκέπασε μὲ ἄμμον, Ἡρόδ. 1. 173· κ. τινὰ λίθοις Ἀριστοφ. Ἀχ. 295· οὕτω, σφέας… κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες Ἡρόδ. 7. 225· χρυσίον πολλῇ γῇ συμπεφυρμένον καὶ κατακεχωσμένον Πλουτ. Ἠθικ. 497Ε. 2) φράττω, «στουπώνω», τὸ στόμιον τοῦ λιμένος Διοδ. Ἐκλογ. 506. 60. 3) μεταφορ., κατακλύζω, «κατ. ὕμνοις καὶ ἐπαίνοις καὶ λόγοις, οἷον καταπληρῶσαι» Βεκκήρ. Ἀνέκδ. 45. 21· πλείω ἀεὶ ἐπιρρέοντα καταχώσει… τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον, θὰ κατασκεπάσωσι, θὰ καταπνίξωσι, τὸ ἐξ ἀρχῆς ζήτημά μας, Πλάτ. Θεαίτ. 177C· κ. τινὰ λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 512C· ὡσαύτως, θάπτω ἐν ἀφανείᾳ, ἐν ἀσημότητι, ἐπισκιάζω, ἐπισκοτῶ, τὰ πρῶτα ὀνόματα ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 414C· τὸν λόγον, τὴν ἐρώτησιν Πλούτ. 2. 512Ε.

Middle Liddell

fut. -χώσω
to cover with a heap, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας the South wind buried them in sand, Hdt.; κ. τινὰ λίθοις Ar.

Léxico de magia

enterrar una concha καταχώσεις (τὸ ὄστρακον) εἰς ἀώρου μνῆμα σελήνης οὔσης διαμέτρου ἡλίου enterrarás la concha en la tumba de un muerto prematuro, cuando la luna se encuentre en oposición al sol P IV 2220