θεόθυτος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(6_15) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theothytos | |Transliteration C=theothytos | ||
|Beta Code=qeo/qutos | |Beta Code=qeo/qutos | ||
|Definition= | |Definition=θεόθυτον, ([[θύω]]) [[offered to the gods]]: [[θεόθυτον]], τό, a [[victim]], Cratin.417 (pl.), cf. Poll.1.29 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεόθῠτος''': -ον, (θύω) προσφερόμενος (ὡς [[θυσία]]) εἰς τοὺς θεοὺς, | |lstext='''θεόθῠτος''': -ον, (θύω) προσφερόμενος (ὡς [[θυσία]]) εἰς τοὺς θεοὺς, Πολυδ. Α΄, 29· θεόθυτον, τό, [[θῦμα]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 132. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεόθυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρθηκε ως [[θυσία]] στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς<br /><b>2.</b> (το ουδ, ως ουσ.) <i>το θεόθυτον</i><br />το [[θύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i>), [[πρβλ]]. [[καλλίθυτος]], [[πάνθυτος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 25 August 2023
English (LSJ)
θεόθυτον, (θύω) offered to the gods: θεόθυτον, τό, a victim, Cratin.417 (pl.), cf. Poll.1.29 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1195] Gott geopfert, Cratin. bei B. A. 42.
Greek (Liddell-Scott)
θεόθῠτος: -ον, (θύω) προσφερόμενος (ὡς θυσία) εἰς τοὺς θεοὺς, Πολυδ. Α΄, 29· θεόθυτον, τό, θῦμα, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 132.
Greek Monolingual
θεόθυτος, -ον (Α)
1. αυτός που προσφέρθηκε ως θυσία στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς
2. (το ουδ, ως ουσ.) το θεόθυτον
το θύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -θυτος (< θύω), πρβλ. καλλίθυτος, πάνθυτος].