εὔκνημος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyknimos
|Transliteration C=eyknimos
|Beta Code=eu)/knhmos
|Beta Code=eu)/knhmos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with beautiful ankle</b>, πούς <span class="title">AP</span>5.202 (Asclep.); <b class="b2">with handsome legs</b>, of a statue, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>34.82</span>; of men, Herm. ap. Stob. 1.49.45; <b class="b2">with strong calves</b>, <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>121.6</span> (ii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Subst., a plant in <span class="bibl">Nic. <span class="title">Th.</span>648</span>, <span class="bibl"><span class="title">Al.</span>372</span>.</span>
|Definition=εὔκνημον,<br><span class="bld">A</span> [[with beautiful ankle]], πούς ''AP''5.202 (Asclep.); [[with handsome legs]], of a statue, Plin.''HN''34.82; of men, Herm. ap. Stob. 1.49.45; [[with strong calves]], ''UPZ''121.6 (ii B.C.).<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], a plant in Nic. ''Th.''648, ''Al.''372.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] mit schönen Waden, Poll.; [[πούς]], Asclepds. 30 (V, 203); – [[εὔκνημος]] ὀρείη, eine Pflanze, Nic. Th. 648.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1075.png Seite 1075]] mit schönen Waden, Poll.; [[πούς]], Asclepds. 30 (V, 203); – [[εὔκνημος]] ὀρείη, eine Pflanze, Nic. Th. 648.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux belles jambes ; <i>subst.</i> ἡ [[εὔκνημος]] polycnème, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], κνῆμις.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκνημος:''' [[с изящной голенью]] ([[πούς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔκνημος''': -ον, ἔχων καλὰς κνήμας, Ἀνθ. Π. 5. 203, πρβλ. Πλίν. Η. Ν. 34. 8, 21. ΙΙ. εὐκνήμοιο κόμην βρίθουσαν ὀρείης Νικ. Θηρ. 648, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. σημειοῦται: «εὐκνήμοιο, [[ἤγουν]] εὐκλάδου. ἢ [[εἶδος]] βοτάνης», πρβλ. τοῦ [[αὐτοῦ]] Ἀλεξιφ. 372.
|lstext='''εὔκνημος''': -ον, ἔχων καλὰς κνήμας, Ἀνθ. Π. 5. 203, πρβλ. Πλίν. Η. Ν. 34. 8, 21. ΙΙ. εὐκνήμοιο κόμην βρίθουσαν ὀρείης Νικ. Θηρ. 648, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. σημειοῦται: «εὐκνήμοιο, [[ἤγουν]] εὐκλάδου. ἢ [[εἶδος]] βοτάνης», πρβλ. τοῦ [[αὐτοῦ]] Ἀλεξιφ. 372.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔκνημος]], -ον)<br />αυτός που έχει καλές, ωραίες κνήμες («εὐκνήμου... ποδός», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανδριάντες) αυτός που έχει ωραία σκέλη, γερές κνήμες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[εὔκνημος]]<br />[[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]]), [[πρβλ]]. [[λεπτό]]-<i>κνημος</i>, [[λευκό]]-<i>κνημος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔκνημος:''' -ον ([[κνήμη]]), αυτός που έχει καλές κνήμες, πόδια, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-κνημος, ον [[κνήμη]]<br />with [[beautiful]] legs, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκνημος Medium diacritics: εὔκνημος Low diacritics: εύκνημος Capitals: ΕΥΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: eúknēmos Transliteration B: euknēmos Transliteration C: eyknimos Beta Code: eu)/knhmos

English (LSJ)

εὔκνημον,
A with beautiful ankle, πούς AP5.202 (Asclep.); with handsome legs, of a statue, Plin.HN34.82; of men, Herm. ap. Stob. 1.49.45; with strong calves, UPZ121.6 (ii B.C.).
II as substantive, a plant in Nic. Th.648, Al.372.

German (Pape)

[Seite 1075] mit schönen Waden, Poll.; πούς, Asclepds. 30 (V, 203); – εὔκνημος ὀρείη, eine Pflanze, Nic. Th. 648.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles jambes ; subst.εὔκνημος polycnème, plante.
Étymologie: εὖ, κνῆμις.

Russian (Dvoretsky)

εὔκνημος: с изящной голенью (πούς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκνημος: -ον, ἔχων καλὰς κνήμας, Ἀνθ. Π. 5. 203, πρβλ. Πλίν. Η. Ν. 34. 8, 21. ΙΙ. εὐκνήμοιο κόμην βρίθουσαν ὀρείης Νικ. Θηρ. 648, ἔνθα ὁ Σχολ. σημειοῦται: «εὐκνήμοιο, ἤγουν εὐκλάδου. ἢ εἶδος βοτάνης», πρβλ. τοῦ αὐτοῦ Ἀλεξιφ. 372.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔκνημος, -ον)
αυτός που έχει καλές, ωραίες κνήμες («εὐκνήμου... ποδός», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (για ανδριάντες) αυτός που έχει ωραία σκέλη, γερές κνήμες
2. το αρσ. ως ουσ.εὔκνημος
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. λεπτό-κνημος, λευκό-κνημος].

Greek Monotonic

εὔκνημος: -ον (κνήμη), αυτός που έχει καλές κνήμες, πόδια, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-κνημος, ον κνήμη
with beautiful legs, Anth.