ξέσμα: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(6_21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksesma | |Transliteration C=ksesma | ||
|Beta Code=ce/sma | |Beta Code=ce/sma | ||
|Definition=ατος, τό, (ξέω) < | |Definition=-ατος, τό, ([[ξέω]])<br><span class="bld">A</span> [[that which is smoothed]] or [[carved]]: hence, = [[ξόανον]], ''AP''9.328 (pl., Damostr.); [[varia lectio|v.l.]] for [[ξῦσμα]] in Dsc.2.134.<br><span class="bld">II</span> [[abrasion]], in plural, Jul. ''Caes.''309c.<br><span class="bld">III</span> pl., [[shavings]], [[filings]], M. Ant.8.50, S.E.''P.''1.129. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0278.png Seite 278]] τό, das Abgeschabte, Abgelratzte; ξέσματα κέρατος, S. Emp. pyrrh. 1, 129; Damostrat. epigr. (IX, 328); Hesych. erkl. [[ξόανον]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0278.png Seite 278]] τό, das Abgeschabte, Abgelratzte; ξέσματα κέρατος, S. Emp. pyrrh. 1, 129; Damostrat. epigr. (IX, 328); Hesych. erkl. [[ξόανον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξέσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[оскребок]], [[стружка]] ([[ξέσματα]] κέρατος Sext.);<br /><b class="num">2</b> вырезанный знак, pl. выгравированная надпись Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξέσμα''': τό, (ξέω) τὸ ξεσθὲν ἢ λεανθέν· [[ἐντεῦθεν]] = [[ξόανον]], Ἀνθ. Π. 9. 328. ΙΙ. ξύσμα, [[ἀπόξυσμα]], τὰ ξέσματα τοῦ κέρατος τῆς αἰγὸς Σεξτ. Ἐμπ. Π. 1. 129, Μ. Ἀντων. 8. 50. | |lstext='''ξέσμα''': τό, (ξέω) τὸ ξεσθὲν ἢ λεανθέν· [[ἐντεῦθεν]] = [[ξόανον]], Ἀνθ. Π. 9. 328. ΙΙ. ξύσμα, [[ἀπόξυσμα]], τὰ ξέσματα τοῦ κέρατος τῆς αἰγὸς Σεξτ. Ἐμπ. Π. 1. 129, Μ. Ἀντων. 8. 50. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ξέσμα]])<br />αυτό που αφαιρείται με [[απόξεση]], με [[ξύσιμο]], [[ξύσμα]], [[απόξεσμα]], [[περίτριμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του ξέω, αυτό που λειάνθηκε<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ξόανον]]»<br /><b>3.</b> [[αμυχή]], [[χαραγή]]<br /><b>4.</b> η [[λιθογλυφία]]<br /><b>5.</b> [[απόξεση]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[οργή]], [[ερεθισμός]]<br />β) [[πρόκληση]], προκλητική, ερεθιστική [[συμπεριφορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξεσ</i>- του <i>ξέω</i>, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>ξεσ</i>-<i>α</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ξέσμα:''' -ατος, τό ([[ξέω]]), = [[ξόανον]], σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ξέσμα]], ατος, τό, [ξέω] = [[ξόανον]], Anth.] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, (ξέω)
A that which is smoothed or carved: hence, = ξόανον, AP9.328 (pl., Damostr.); v.l. for ξῦσμα in Dsc.2.134.
II abrasion, in plural, Jul. Caes.309c.
III pl., shavings, filings, M. Ant.8.50, S.E.P.1.129.
German (Pape)
[Seite 278] τό, das Abgeschabte, Abgelratzte; ξέσματα κέρατος, S. Emp. pyrrh. 1, 129; Damostrat. epigr. (IX, 328); Hesych. erkl. ξόανον.
Russian (Dvoretsky)
ξέσμα: ατος τό
1 оскребок, стружка (ξέσματα κέρατος Sext.);
2 вырезанный знак, pl. выгравированная надпись Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ξέσμα: τό, (ξέω) τὸ ξεσθὲν ἢ λεανθέν· ἐντεῦθεν = ξόανον, Ἀνθ. Π. 9. 328. ΙΙ. ξύσμα, ἀπόξυσμα, τὰ ξέσματα τοῦ κέρατος τῆς αἰγὸς Σεξτ. Ἐμπ. Π. 1. 129, Μ. Ἀντων. 8. 50.
Greek Monolingual
το (Α ξέσμα)
αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα
αρχ.
1. το αποτέλεσμα του ξέω, αυτό που λειάνθηκε
2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον»
3. αμυχή, χαραγή
4. η λιθογλυφία
5. απόξεση
6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός
β) πρόκληση, προκλητική, ερεθιστική συμπεριφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- του ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ-ξεσ-α + κατάλ. -μα].
Greek Monotonic
ξέσμα: -ατος, τό (ξέω), = ξόανον, σε Ανθ.