ἀεικίζω: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(6_13a)
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aeikizo
|Transliteration C=aeikizo
|Beta Code=a)eiki/zw
|Beta Code=a)eiki/zw
|Definition=(Att. <b class="b3">αἰκίζω</b>, q.v.), fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -ιῶ Il. (v.infr.), later Ep. also ἀεικίσσω <span class="bibl">Q.S.10.401</span>: Ep. aor. ἀείκισσα <span class="bibl">Il.16.545</span>:— Med., Ep.aor. <b class="b3">ἀεικισσάμην</b> ib.<span class="bibl">559</span>, <span class="bibl">22.404</span>:—Pass., Ep. aor. inf. ἀεικισθήμεναι <span class="bibl">Od.18.222</span> :—<b class="b2">treat unseemly, injure</b>, Hom. Il. cc.; <b class="b3">οὐ γὰρ ἐγώ σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ</b> <b class="b2">I will do</b> thee no great <b class="b2">dishonour</b>, <span class="bibl">Il.22.256</span>, cf. <span class="bibl">24.22</span> and <span class="bibl">54</span>, etc.:—Med. in act. sense, Il.ll.cc.</span>
|Definition=(Att. [[αἰκίζω]], [[quod vide|q.v.]]), fut. -ιῶ Il. (v.infr.), later Ep. also [[ἀεικίσσω]] Q.S.10.401: Ep. aor. ἀείκισσα Il.16.545:—Med., Ep.aor. ἀεικισσάμην ib.559, 22.404:—Pass., Ep. aor. inf. ἀεικισθήμεναι Od.18.222:—[[treat unseemly]], [[injure]], Hom. Il. cc.; <b class="b3">οὐ γὰρ ἐγώ σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ</b> [[I will do]] thee no great [[dishonour]], Il.22.256, cf. 24.22 and 54, etc.:—Med. in act. sense, Il.ll.cc.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[αἰκίζω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀεικιῶ;<br /><i>épq. c.</i> [[αἰκίζω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀεικής]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀεικίζω]] [[ἀεικής]] ep. aor. ἀείκισσα, pass. ἀεικισθήμεναι; ep. fut. ἀεικιῶ, onbetamelijk behandelen, mishandelen; van een lijk schenden, verminken.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[schmählich]] [[behandeln]], [[mißhandeln]]</i>, νεκρὸν ἀεικίσσωσι, von den [[Fliegen]], <i>Il</i>. 19.26, vgl. 16.545; fut. ἀεικιῶ 22.256; med. ἀεικισσαίμεθα in [[aktiv]]. Bdtg 16.559; pass. ἀεικισθήμεναι <i>Od</i>. 18.222.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀεικίζω:''' тж. med.<br /><b class="num">1</b> [[дурно обращаться]], [[оскорблять]], [[обижать]] (τινα Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[бесчестить]], [[обезображивать]] ([[νεκρόν]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀεικίζω''': μέλλ. -ιῶ, Ἰλ. (ἴδε κατωτέρ.), Ἐπ. καὶ ἀεικίσσω, Κόϊντ. Σμυρ. 10. 401. Ἐπ. ἀόρ. ἀείκισσα, Ἰλ. ΙΙ. 545: - μέσ. Ἐπ. ἀόρ. ἀεικισσάμην, [[αὐτόθι]] 559, Χ., 404: - Παθ. Ἐπ. ἀόρ. ἀπαρεμφ. ἀεικισθήμεναι, Ὀδ. Σ. 222. Μεταχειρίζομαι ἀπρεπῶς, [[βλάπτω]], ἀδικῶ, Ὅμ. οὐ γὰρ ἐγώ σ’ ἔκπαγλον ἀεικιῶ, δὲν θά σοι προξενήσω μεγάλην ἀτιμίαν, Ἰλ. Χ. 256· πρβλ. Ω. 22 καὶ 54, κτλ: - Μέσ. [[μετὰ]] ἐνεργ. σημασ. Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον [[αἰκίζω]].
|lstext='''ἀεικίζω''': μέλλ. -ιῶ, Ἰλ. (ἴδε κατωτέρ.), Ἐπ. καὶ ἀεικίσσω, Κόϊντ. Σμυρ. 10. 401. Ἐπ. ἀόρ. ἀείκισσα, Ἰλ. ΙΙ. 545: - μέσ. Ἐπ. ἀόρ. ἀεικισσάμην, [[αὐτόθι]] 559, Χ., 404: - Παθ. Ἐπ. ἀόρ. ἀπαρεμφ. ἀεικισθήμεναι, Ὀδ. Σ. 222. Μεταχειρίζομαι ἀπρεπῶς, [[βλάπτω]], ἀδικῶ, Ὅμ. οὐ γὰρ ἐγώ σ’ ἔκπαγλον ἀεικιῶ, δὲν θά σοι προξενήσω μεγάλην ἀτιμίαν, Ἰλ. Χ. 256· πρβλ. Ω. 22 καὶ 54, κτλ: - Μέσ. μετὰ ἐνεργ. σημασ. Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον [[αἰκίζω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=(ἀϝεικής), ipf. ἀείκιζεν, aor. subj. ἀεικίσσωσι, [[mid]]. ἀεικισσαίμεθα, ἀεικίσσασθαι, [[pass]]. ἀεικισθήμεναι: [[disfigure]], [[maltreat]], [[insult]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀεικίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>· Επικ. αόρ. αʹ <i>ἀείκισσα</i> — Μέσ., Επικ. αόρ. αʹ <i>ἀεικισσάμην</i> — Παθ., Επικ. απαρ. αορ. αʹ, <i>ἀεικισθήμεναι</i>· [[συμπεριφέρομαι]], [[μεταχειρίζομαι]] απρεπώς, [[βλάπτω]], [[αδικώ]], σε Όμηρ.· οὐ γὰρ [[ἐγώ]] σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ, δεν θα [[σου]] προξενήσω [[μεγάλη]] [[ατιμία]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., με Ενεργ. [[σημασία]], στον ίδ.· πρβλ. σε Αττ. [[αἰκίζω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Cf. Attic [[αἰκίζω]]<br />to [[treat]] [[unseemly]], [[injure]], [[abuse]], Hom.; οὐ γὰρ ἐγώ σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ I [[will]] do thee no [[great]] [[dishonour]], Il.:—Mid. in act. [[sense]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 13:10, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀεικίζω Medium diacritics: ἀεικίζω Low diacritics: αεικίζω Capitals: ΑΕΙΚΙΖΩ
Transliteration A: aeikízō Transliteration B: aeikizō Transliteration C: aeikizo Beta Code: a)eiki/zw

English (LSJ)

(Att. αἰκίζω, q.v.), fut. -ιῶ Il. (v.infr.), later Ep. also ἀεικίσσω Q.S.10.401: Ep. aor. ἀείκισσα Il.16.545:—Med., Ep.aor. ἀεικισσάμην ib.559, 22.404:—Pass., Ep. aor. inf. ἀεικισθήμεναι Od.18.222:—treat unseemly, injure, Hom. Il. cc.; οὐ γὰρ ἐγώ σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ I will do thee no great dishonour, Il.22.256, cf. 24.22 and 54, etc.:—Med. in act. sense, Il.ll.cc.

Spanish (DGE)

v. αἰκίζω.

French (Bailly abrégé)

f. ἀεικιῶ;
épq. c. αἰκίζω.
Étymologie: ἀεικής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀεικίζω ἀεικής ep. aor. ἀείκισσα, pass. ἀεικισθήμεναι; ep. fut. ἀεικιῶ, onbetamelijk behandelen, mishandelen; van een lijk schenden, verminken.

German (Pape)

schmählich behandeln, mißhandeln, νεκρὸν ἀεικίσσωσι, von den Fliegen, Il. 19.26, vgl. 16.545; fut. ἀεικιῶ 22.256; med. ἀεικισσαίμεθα in aktiv. Bdtg 16.559; pass. ἀεικισθήμεναι Od. 18.222.

Russian (Dvoretsky)

ἀεικίζω: тж. med.
1 дурно обращаться, оскорблять, обижать (τινα Hom.);
2 бесчестить, обезображивать (νεκρόν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀεικίζω: μέλλ. -ιῶ, Ἰλ. (ἴδε κατωτέρ.), Ἐπ. καὶ ἀεικίσσω, Κόϊντ. Σμυρ. 10. 401. Ἐπ. ἀόρ. ἀείκισσα, Ἰλ. ΙΙ. 545: - μέσ. Ἐπ. ἀόρ. ἀεικισσάμην, αὐτόθι 559, Χ., 404: - Παθ. Ἐπ. ἀόρ. ἀπαρεμφ. ἀεικισθήμεναι, Ὀδ. Σ. 222. Μεταχειρίζομαι ἀπρεπῶς, βλάπτω, ἀδικῶ, Ὅμ. οὐ γὰρ ἐγώ σ’ ἔκπαγλον ἀεικιῶ, δὲν θά σοι προξενήσω μεγάλην ἀτιμίαν, Ἰλ. Χ. 256· πρβλ. Ω. 22 καὶ 54, κτλ: - Μέσ. μετὰ ἐνεργ. σημασ. Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον αἰκίζω.

English (Autenrieth)

(ἀϝεικής), ipf. ἀείκιζεν, aor. subj. ἀεικίσσωσι, mid. ἀεικισσαίμεθα, ἀεικίσσασθαι, pass. ἀεικισθήμεναι: disfigure, maltreat, insult.

Greek Monotonic

ἀεικίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ· Επικ. αόρ. αʹ ἀείκισσα — Μέσ., Επικ. αόρ. αʹ ἀεικισσάμην — Παθ., Επικ. απαρ. αορ. αʹ, ἀεικισθήμεναι· συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι απρεπώς, βλάπτω, αδικώ, σε Όμηρ.· οὐ γὰρ ἐγώ σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ, δεν θα σου προξενήσω μεγάλη ατιμία, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., με Ενεργ. σημασία, στον ίδ.· πρβλ. σε Αττ. αἰκίζω.

Middle Liddell

[Cf. Attic αἰκίζω
to treat unseemly, injure, abuse, Hom.; οὐ γὰρ ἐγώ σ' ἔκπαγλον ἀεικιῶ I will do thee no great dishonour, Il.:—Mid. in act. sense, Hom.