πυρρόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(6_14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=πυρρόθριξ
|Medium diacritics=πυρρόθριξ
|Low diacritics=πυρρόθριξ
|Capitals=ΠΥΡΡΟΘΡΙΞ
|Transliteration A=pyrróthrix
|Transliteration B=pyrrothrix
|Transliteration C=pyrrothriks
|Beta Code=purro/qric
|Definition=gen. -τριχος, ὁ, ἡ, [[red-haired]], Sol. 22 ([[varia lectio|v.l.]]), Arist. ''Pr.'' 966b33.
}}
{{bailly
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />[[aux cheveux roux]].<br />'''Étymologie:''' [[πυρρός]], [[θρίξ]].
}}
{{elnl
|elnltext=πυρρόθριξ -τριχος en πυρσόθριξ -τριχος &#91;[[πυρρός]], [[θρίξ]]] [[met rossig haar]].
}}
{{pape
|ptext=τριχος, <i>mit rötlichem [[Haare]]</i>, Eur. <i>I.A</i>. 225.
}}
{{elru
|elrutext='''πυρρόθριξ:''' τρῐχος adj.<br /><b class="num">1</b> [[рыжеволосый]] Arst.;<br /><b class="num">2</b> темно-рыжий, гнедой (πῶλοι Eur.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πυρρόθριξ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυρρὰν κόμην, διάφ. γραφ. Σόλων 24, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2.
|lstext='''πυρρόθριξ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυρρὰν κόμην, διάφ. γραφ. Σόλων 24, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[πυρρότριχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πυρρόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει κόκκινα μαλλιά, σε Σόλωνα.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=red-haired, [[Solon]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κοκκινομάλλης]]). Ἀπό τό [[πυρρός]] (=[[κόκκινος]], [[ξανθός]]) + [[θρίξ]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[πῦρ]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρρόθριξ Medium diacritics: πυρρόθριξ Low diacritics: πυρρόθριξ Capitals: ΠΥΡΡΟΘΡΙΞ
Transliteration A: pyrróthrix Transliteration B: pyrrothrix Transliteration C: pyrrothriks Beta Code: purro/qric

English (LSJ)

gen. -τριχος, ὁ, ἡ, red-haired, Sol. 22 (v.l.), Arist. Pr. 966b33.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux roux.
Étymologie: πυρρός, θρίξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρρόθριξ -τριχος en πυρσόθριξ -τριχος [πυρρός, θρίξ] met rossig haar.

German (Pape)

τριχος, mit rötlichem Haare, Eur. I.A. 225.

Russian (Dvoretsky)

πυρρόθριξ: τρῐχος adj.
1 рыжеволосый Arst.;
2 темно-рыжий, гнедой (πῶλοι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πυρρόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυρρὰν κόμην, διάφ. γραφ. Σόλων 24, Ἀριστ. Προβλ. 38. 2.

Greek Monolingual

-ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ
βλ. πυρρότριχος.

Greek Monotonic

πυρρόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει κόκκινα μαλλιά, σε Σόλωνα.

Middle Liddell

red-haired, Solon.

Mantoulidis Etymological

(=κοκκινομάλλης). Ἀπό τό πυρρός (=κόκκινος, ξανθός) + θρίξ, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.