τριπτήριον: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(6_22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=triptirion | |Transliteration C=triptirion | ||
|Beta Code=tripth/rion | |Beta Code=tripth/rion | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[rubbing tool]], ''Glossaria'' (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τριπτήριον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τρίφτης», «στλεγγίδες τὰ τριπτήρια, οἷς οἱ ἐν τοῖς βαλανείοις τριβόμενοι τὸν [[ῥύπον]] ἐκξέουσι» Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 874, Γλωσσ. | |lstext='''τριπτήριον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τρίφτης», «στλεγγίδες τὰ τριπτήρια, οἷς οἱ ἐν τοῖς βαλανείοις τριβόμενοι τὸν [[ῥύπον]] ἐκξέουσι» Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 874, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α·][[τριπτήρ]]<br />όργανο για το [[τρίψιμο]] του σώματος στο [[λουτρό]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>[[Reibezeug]]</i>, zweifelhaft. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, rubbing tool, Glossaria (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
τριπτήριον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τρίφτης», «στλεγγίδες τὰ τριπτήρια, οἷς οἱ ἐν τοῖς βαλανείοις τριβόμενοι τὸν ῥύπον ἐκξέουσι» Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 874, Γλωσσ.
Greek Monolingual
τὸ, Α·]τριπτήρ
όργανο για το τρίψιμο του σώματος στο λουτρό.
German (Pape)
τό, Reibezeug, zweifelhaft.