εὑρετικός: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evretikos | |Transliteration C=evretikos | ||
|Beta Code=eu(retiko/s | |Beta Code=eu(retiko/s | ||
|Definition= | |Definition=εὑρετική, εὑρετικόν,<br><span class="bld">A</span> [[inventive]], [[ingenious]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 209a: Comp. in Id.''Plt.''286e, 287a; ἰατρός Gal.7.212: Comp., Procl. ''in Alc.'' p.177C.; εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Men.39: c. gen., λόγων D.H.''Lys.''15; also, [[able to make discoveries from]]... οὗ ἔμαθεν [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 455b, cf. Andronic.Rhod.p.578 M.<br><span class="bld">II</span> [[concerned with inquiry]] or [[discovery]], [[λόγος]], opp. [[ἀποδεικτικός]], Gal.4.650. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1092.png Seite 1092]] erfinderisch; Plat. Conv. 209 a; τὸν ἀκούσαντα εὑρετικώτερον ἀπεργάζεσθαι Polit. 286 e; τῆς δηλώσεως 287 a; πρὸς [[πᾶν]] τὸ χρήσιμον D. Sic. 3, 69. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[inventif]].<br />'''Étymologie:''' [[εὑρετός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὑρετικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[находчивый]], [[изобретательный]] ([[δημιουργός]] Plat.; πρός τι Diod.);<br /><b class="num">2</b> [[умеющий находить]] (τινος Plat., Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὑρετικός''': -ή, -όν, ἐφευρετικός, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ εὑρίσκειν, Πλάτ. Συμπ. 209Α, Πολιτικ. 286Ε, 287Α· εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Μένανδ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὑρετικός]], -ή, -όν) [[ευρετής]]<br />ο [[ικανός]], ο [[επιτήδειος]] να βρίσκει πράγματα που [[είναι]] δύσκολο να βρεθούν, να επινοεί λύσεις σε δυσχερή προβλήματα, να εφευρίσκει νέα [[τεχνικά]] [[μέσα]] και όργανα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ευρετική]]<br />επιστημονική [[αναζήτηση]] και [[συγκέντρωση]] πηγών και μνημείων της ιστορίας<br /><b>αρχ.</b><br />(για λόγο) αυτός που αναφέρεται σε έρευνες ή ανακαλύψεις. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὑρετικός:''' -ή, -ὸν ([[εὑρεῖν]]), [[εφευρετικός]], [[πολυμήχανος]], [[δαιμόνιος]], σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[εὑρετικός]], ή, όν [[εὑρεῖν]]<br />[[inventive]], [[ingenious]], Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
εὑρετική, εὑρετικόν,
A inventive, ingenious, Pl.Smp. 209a: Comp. in Id.Plt.286e, 287a; ἰατρός Gal.7.212: Comp., Procl. in Alc. p.177C.; εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Men.39: c. gen., λόγων D.H.Lys.15; also, able to make discoveries from... οὗ ἔμαθεν Pl.R. 455b, cf. Andronic.Rhod.p.578 M.
II concerned with inquiry or discovery, λόγος, opp. ἀποδεικτικός, Gal.4.650.
German (Pape)
[Seite 1092] erfinderisch; Plat. Conv. 209 a; τὸν ἀκούσαντα εὑρετικώτερον ἀπεργάζεσθαι Polit. 286 e; τῆς δηλώσεως 287 a; πρὸς πᾶν τὸ χρήσιμον D. Sic. 3, 69.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
inventif.
Étymologie: εὑρετός.
Russian (Dvoretsky)
εὑρετικός:
1 находчивый, изобретательный (δημιουργός Plat.; πρός τι Diod.);
2 умеющий находить (τινος Plat., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὑρετικός: -ή, -όν, ἐφευρετικός, ἐπιτήδειος εἰς τὸ εὑρίσκειν, Πλάτ. Συμπ. 209Α, Πολιτικ. 286Ε, 287Α· εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Μένανδ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ εὑρετικός, -ή, -όν) ευρετής
ο ικανός, ο επιτήδειος να βρίσκει πράγματα που είναι δύσκολο να βρεθούν, να επινοεί λύσεις σε δυσχερή προβλήματα, να εφευρίσκει νέα τεχνικά μέσα και όργανα
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ευρετική
επιστημονική αναζήτηση και συγκέντρωση πηγών και μνημείων της ιστορίας
αρχ.
(για λόγο) αυτός που αναφέρεται σε έρευνες ή ανακαλύψεις.
Greek Monotonic
εὑρετικός: -ή, -ὸν (εὑρεῖν), εφευρετικός, πολυμήχανος, δαιμόνιος, σε Πλάτ.