φαρμακός: Difference between revisions
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
(6_3) |
mNo edit summary |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=farmakos | |Transliteration C=farmakos | ||
|Beta Code=farmako/s | |Beta Code=farmako/s | ||
|Definition=[v. ad fin.], ὁ, | |Definition=[v. ad fin.], ὁ, one [[sacrificed as an atonement]] or [[executed as an atonement]] or [[purification]] for others, [[scapegoat]], Hippon.5, al., Ar.''Ra.''733 (troch.), Ister 33; and, since criminals were reserved for this fate, a general name of reproach, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1405, Lys.6.53, Call. ''in [[Διηγήσεις]]'' ii 29, D. 25.80. [ᾱ Hippon. and Call., ᾰ [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]'' [[l.c.]]; on the accent v. Hdn. Gr.1.150; φαρμᾶκος Did. ap. Harp.] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1256.png Seite 1256]] ὁ, ἡ, 1) ein Giftmischer, Zauberer; superl. φαρμακίστατος, der ärgste Giftmischer, Suid. – 2) der Mensch, durch dessen Opferung od. Hinrichtung die Schuld eines Andern, des. eines ganzen Staates gesühnt od. abgebüßt wird, Ar. Ran. 733, vgl. Schol.; auch [[δημόσιος]] genannt, ein Sündenbock; weil man dazu einen ohnehin des Todes würdigen Verbrecher zu nehmen pflegte, wurde es, wie [[κάθαρμα]], Schimpfwort, Ar. Equ. 1402, vgl. Lys. 6, 53 Dem. 25, 80. – [Penultima zuweilen lang, eigtl. ion. nach Phot.; so bei Hippon. frg. 6. 7, Mein. p. 95; Orac. Sib. 3 p. 361; Tzetz. Chil. 5, 756.] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1256.png Seite 1256]] ὁ, ἡ, 1) ein [[Giftmischer]], [[Zauberer]]; superl. φαρμακίστατος, der ärgste Giftmischer, Suid. – 2) der Mensch, durch dessen Opferung od. Hinrichtung die Schuld eines Andern, des. eines ganzen Staates gesühnt od. abgebüßt wird, Ar. Ran. 733, vgl. Schol.; auch [[δημόσιος]] genannt, ein Sündenbock; weil man dazu einen ohnehin des Todes würdigen Verbrecher zu nehmen pflegte, wurde es, wie [[κάθαρμα]], [[Schimpfwort]], Ar. Equ. 1402, vgl. Lys. 6, 53 Dem. 25, 80. – [Penultima zuweilen lang, eigtl. ion. nach Phot.; so bei Hippon. frg. 6. 7, Mein. p. 95; Orac. Sib. 3 p. 361; Tzetz. Chil. 5, 756.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[celui qui sert de préservatif]], <i>càd</i> [[victime expiatoire]] ; [[scélérat]], [[misérable]];<br />[[NT]]: [[appartenant aux arts de la magie]] ; (ὁ) [[φαρμακός]], [[magicien]], [[sorcier]], [[empoisonneur]], [[enchanteur]].<br />'''Étymologie:''' [[φάρμακον]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φαρμᾰκός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[чародей]] или [[отравитель]] NT;<br /><b class="num">2</b> [[очистительная жертва]] Arph.;<br /><b class="num">3</b> бран. [[нечисть]], [[осквернитель]], [[негодяй]] Lys., Arph., Dem. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαρμᾰκός''': [ἀλλ’ ἴδε [[φάρμακον]] ἐν τέλ.], ὁ, ἡ, ὡς τὸ [[φαρμακεύς]], δηλητηριαστής, [[γόης]], μάγος, Ἱππῶναξ 4. 28, Ἑβδ. Καιν. Διαθ.· ὡς ἐπίθ., φ. [[χύτρα]], Ἡσύχ., ἀλλ’ ἐν τῇ ἔκδ. Schmidt: «φαρμακή· ἡ [[χύτρα]] ἣν ἡτοίμαζον τοῖς καθαίρουσι τὰς πόλεις»· ― ἀνώμαλον ὑπερθ. φαρμακίστατος, -άτη, «φαρμακεστάτη γυναικῶν» Σουΐδ. ἐν λ. Μήδεια, Ἰωσήπ. Ἀρχ. 17. 4. 1. ΙΙ. ὁ θυόμενος, ὡς [[ἱλασμός]] ἢ [[ἁγνισμός]] ἄλλων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 733, πρβλ. Ἴστρου Ἀποσπ. 33· καὶ [[ἐπειδὴ]] πρὸς τοῦτο ἐχρησιμοποιοῦντο κακοῦργοι καὶ φαῦλοι ἄνθρωποι, ἡ [[λέξις]] φαρμακὸς κατέστη γενικὸν ὀνειδιστικὸν [[ὄνομα]] ὡς τὸ [[κάθαρμα]] Ι. 2 (ὃ ἴδε), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1405, Λυσίας 108. 5, Δημ. 794. 4· πρβλ. [[δημόσιος]] ΙΙ. ― Κατά Σουΐδ.: «φαρμακὸς ὁ ἐπὶ καθαρμῷ πόλεως ἀναιρούμενος, ὃν λέγουσι [[κάθαρμα]]». | |lstext='''φαρμᾰκός''': [ἀλλ’ ἴδε [[φάρμακον]] ἐν τέλ.], ὁ, ἡ, ὡς τὸ [[φαρμακεύς]], δηλητηριαστής, [[γόης]], μάγος, Ἱππῶναξ 4. 28, Ἑβδ. Καιν. Διαθ.· ὡς ἐπίθ., φ. [[χύτρα]], Ἡσύχ., ἀλλ’ ἐν τῇ ἔκδ. Schmidt: «φαρμακή· ἡ [[χύτρα]] ἣν ἡτοίμαζον τοῖς καθαίρουσι τὰς πόλεις»· ― ἀνώμαλον ὑπερθ. φαρμακίστατος, -άτη, «φαρμακεστάτη γυναικῶν» Σουΐδ. ἐν λ. Μήδεια, Ἰωσήπ. Ἀρχ. 17. 4. 1. ΙΙ. ὁ θυόμενος, ὡς [[ἱλασμός]] ἢ [[ἁγνισμός]] ἄλλων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 733, πρβλ. Ἴστρου Ἀποσπ. 33· καὶ [[ἐπειδὴ]] πρὸς τοῦτο ἐχρησιμοποιοῦντο κακοῦργοι καὶ φαῦλοι ἄνθρωποι, ἡ [[λέξις]] φαρμακὸς κατέστη γενικὸν ὀνειδιστικὸν [[ὄνομα]] ὡς τὸ [[κάθαρμα]] Ι. 2 (ὃ ἴδε), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1405, Λυσίας 108. 5, Δημ. 794. 4· πρβλ. [[δημόσιος]] ΙΙ. ― Κατά Σουΐδ.: «φαρμακὸς ὁ ἐπὶ καθαρμῷ πόλεως ἀναιρούμενος, ὃν λέγουσι [[κάθαρμα]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[κακούργος]] που θανατωνόταν από την [[πολιτεία]] σε περίοδο λιμού ή συμφοράς για εξιλασμό ή εξαγνισμό, [[κάθαρμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόβρασμα]] της κοινωνίας, [[κακούργος]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ φαρμακοί</i><br />(στην [[εορτή]] τών [[Θαργηλίων]]) δύο άνδρες, [[συνήθως]] κατάδικοι, που τους περιέφεραν στην [[πόλη]] για να τήν απαλλάξουν από το [[μίασμα]] και τους οποίους έριχναν, [[μετά]], στη [[θάλασσα]] ή τους έδιωχναν με μαστίγια έξω από τα [[σύνορα]] ή τους έκαιγαν και σκόρπιζαν τη [[στάχτη]] τους [[μακριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]], με [[αλλαγή]] γένους και καταβιβασμό του τόνου. Πρόκειται για το εξιλαστήριο [[θύμα]] που απαλάσσει από το [[μίασμα]], δηλ. [[φάρμακο]], με τη [[μορφή]] προσώπου]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φαρμᾰκός, οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> a [[poisoner]], [[sorcerer]], [[magician]], NTest.<br /><b class="num">II.</b> one who is sacrificed as an [[atonement]] for others, a [[scape]]-[[goat]], Ar.; and, [[since]] [[worthless]] fellows were [[reserved]] for [[this]] [[fate]], [[φαρμακός]] became a [[general]] [[name]] of [[reproach]], Ar., Dem. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:19, 23 March 2024
English (LSJ)
[v. ad fin.], ὁ, one sacrificed as an atonement or executed as an atonement or purification for others, scapegoat, Hippon.5, al., Ar.Ra.733 (troch.), Ister 33; and, since criminals were reserved for this fate, a general name of reproach, Ar.Eq.1405, Lys.6.53, Call. in Διηγήσεις ii 29, D. 25.80. [ᾱ Hippon. and Call., ᾰ Ar.Eq. l.c.; on the accent v. Hdn. Gr.1.150; φαρμᾶκος Did. ap. Harp.]
German (Pape)
[Seite 1256] ὁ, ἡ, 1) ein Giftmischer, Zauberer; superl. φαρμακίστατος, der ärgste Giftmischer, Suid. – 2) der Mensch, durch dessen Opferung od. Hinrichtung die Schuld eines Andern, des. eines ganzen Staates gesühnt od. abgebüßt wird, Ar. Ran. 733, vgl. Schol.; auch δημόσιος genannt, ein Sündenbock; weil man dazu einen ohnehin des Todes würdigen Verbrecher zu nehmen pflegte, wurde es, wie κάθαρμα, Schimpfwort, Ar. Equ. 1402, vgl. Lys. 6, 53 Dem. 25, 80. – [Penultima zuweilen lang, eigtl. ion. nach Phot.; so bei Hippon. frg. 6. 7, Mein. p. 95; Orac. Sib. 3 p. 361; Tzetz. Chil. 5, 756.]
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui sert de préservatif, càd victime expiatoire ; scélérat, misérable;
NT: appartenant aux arts de la magie ; (ὁ) φαρμακός, magicien, sorcier, empoisonneur, enchanteur.
Étymologie: φάρμακον.
Russian (Dvoretsky)
φαρμᾰκός: ὁ
1 чародей или отравитель NT;
2 очистительная жертва Arph.;
3 бран. нечисть, осквернитель, негодяй Lys., Arph., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκός: [ἀλλ’ ἴδε φάρμακον ἐν τέλ.], ὁ, ἡ, ὡς τὸ φαρμακεύς, δηλητηριαστής, γόης, μάγος, Ἱππῶναξ 4. 28, Ἑβδ. Καιν. Διαθ.· ὡς ἐπίθ., φ. χύτρα, Ἡσύχ., ἀλλ’ ἐν τῇ ἔκδ. Schmidt: «φαρμακή· ἡ χύτρα ἣν ἡτοίμαζον τοῖς καθαίρουσι τὰς πόλεις»· ― ἀνώμαλον ὑπερθ. φαρμακίστατος, -άτη, «φαρμακεστάτη γυναικῶν» Σουΐδ. ἐν λ. Μήδεια, Ἰωσήπ. Ἀρχ. 17. 4. 1. ΙΙ. ὁ θυόμενος, ὡς ἱλασμός ἢ ἁγνισμός ἄλλων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 733, πρβλ. Ἴστρου Ἀποσπ. 33· καὶ ἐπειδὴ πρὸς τοῦτο ἐχρησιμοποιοῦντο κακοῦργοι καὶ φαῦλοι ἄνθρωποι, ἡ λέξις φαρμακὸς κατέστη γενικὸν ὀνειδιστικὸν ὄνομα ὡς τὸ κάθαρμα Ι. 2 (ὃ ἴδε), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1405, Λυσίας 108. 5, Δημ. 794. 4· πρβλ. δημόσιος ΙΙ. ― Κατά Σουΐδ.: «φαρμακὸς ὁ ἐπὶ καθαρμῷ πόλεως ἀναιρούμενος, ὃν λέγουσι κάθαρμα».
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
κακούργος που θανατωνόταν από την πολιτεία σε περίοδο λιμού ή συμφοράς για εξιλασμό ή εξαγνισμό, κάθαρμα
αρχ.
1. απόβρασμα της κοινωνίας, κακούργος
2. στον πληθ. οἱ φαρμακοί
(στην εορτή τών Θαργηλίων) δύο άνδρες, συνήθως κατάδικοι, που τους περιέφεραν στην πόλη για να τήν απαλλάξουν από το μίασμα και τους οποίους έριχναν, μετά, στη θάλασσα ή τους έδιωχναν με μαστίγια έξω από τα σύνορα ή τους έκαιγαν και σκόρπιζαν τη στάχτη τους μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον, με αλλαγή γένους και καταβιβασμό του τόνου. Πρόκειται για το εξιλαστήριο θύμα που απαλάσσει από το μίασμα, δηλ. φάρμακο, με τη μορφή προσώπου].
Middle Liddell
φαρμᾰκός, οῦ, ὁ,
I. a poisoner, sorcerer, magician, NTest.
II. one who is sacrificed as an atonement for others, a scape-goat, Ar.; and, since worthless fellows were reserved for this fate, φαρμακός became a general name of reproach, Ar., Dem.