ὠτικός: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=otikos | |Transliteration C=otikos | ||
|Beta Code=w)tiko/s | |Beta Code=w)tiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὠτική, ὠτικόν, ([[οὖς]]) of or for the [[ear]], ἰατρός Gal.''Thras.''24; φλεγμοναί Dsc.1.26. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠτικός''': -ή, -όν, (οὖς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ οὖς, χρησιμεύων διὰ τὸ οὖς, [[φάρμακον]] Γαλην. τ. 13, σ. 392, κλπ. | |lstext='''ὠτικός''': -ή, -όν, (οὖς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ οὖς, χρησιμεύων διὰ τὸ οὖς, [[φάρμακον]] Γαλην. τ. 13, σ. 392, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὠτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[οὖς</i>, [[ὠτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[αφτί]], [[ωτιαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ωτικό [[βύσμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[βύσμα]] που σχηματίζεται από [[κυψελίδα]], αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω [[ακουστικό]] πόρο, τον οποίο και [[συχνά]] αποφράσσει<br />β) «ωτικό [[γάγγλιο]]»<br /><b>ανατ.</b> παρασυμπαθητικό [[γάγγλιο]] που βρίσκεται [[κάτω]] από το ωοειδές [[τρήμα]] του σφηνοειδούς οστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠτικόν</i>- [[φάρμακο]] για την [[θεραπεία]] παθήσεως του αφτιού. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>vom Ohre, zum Ohre [[gehörig]]</i>, κλυστῆρες ὠτικοί, <i>[[Ohrenspritzen]]</i>, Paul.Aeg. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:34, 25 August 2023
English (LSJ)
ὠτική, ὠτικόν, (οὖς) of or for the ear, ἰατρός Gal.Thras.24; φλεγμοναί Dsc.1.26.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτικός: -ή, -όν, (οὖς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ οὖς, χρησιμεύων διὰ τὸ οὖς, φάρμακον Γαλην. τ. 13, σ. 392, κλπ.
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / ὠτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[οὖς, ὠτός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος
νεοελλ.
φρ. α) «ωτικό βύσμα»
ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά αποφράσσει
β) «ωτικό γάγγλιο»
ανατ. παρασυμπαθητικό γάγγλιο που βρίσκεται κάτω από το ωοειδές τρήμα του σφηνοειδούς οστού
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠτικόν- φάρμακο για την θεραπεία παθήσεως του αφτιού.
}}
German (Pape)
vom Ohre, zum Ohre gehörig, κλυστῆρες ὠτικοί, Ohrenspritzen, Paul.Aeg.