συνηγορία: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synigoria | |Transliteration C=synigoria | ||
|Beta Code=sunhgori/a | |Beta Code=sunhgori/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[advocacy]] of another's [[cause]], Aeschin.3.7 (pl.); μετὰ συνηγορίας ἐπιρρωννύντες Phld.''Ir.''p.65 W.; εἰς τὴν συνηγορίαν τοῦ ἴδια πάθη γίνεσθαι γυναικῶν Sor.2.3, cf. Gal.15.578; [[right to practise as an advocate]], PGiss.40 ii 4(iii A.D.): pl., περὶ τῶν συμμάχων Arist.''Rh. Al.''1425a7, cf. ''OGI''567.19 (Attalia, ii A.D.), ''CIG''2795 (Aphrodisias).<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἡ συνηγορία τοῦ τι εἶναι</b> the [[affirmative]], A.D.''Synt.'' 235.13.<br><span class="bld">3</span> ἀπὸ συνηγοριῶν ταμείου = sometime [[advocatus fisci]], IG3.712a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[plaidoyer]], [[défense]].<br />'''Étymologie:''' [[συνήγορος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνηγορία -ας, ἡ [συνήγορος] [[verdediging]] (voor de rechtbank). | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, wie [[συναγόρευσις]], <i>die [[Verteidigung]]</i>; Aesch. 3.7; Plut. [[öfter]], und andere Spätere | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνηγορία:''' ἡ [[судебная защита]], тж. [[защитительная речь]] Aeschin., Arst. etc. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ [[συνήγορος]]<br />το [[έργο]] του συνηγόρου, [[αγόρευση]] στο δικαστήριο για την [[υπεράσπιση]] διαδίκου<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[λόγος]] ή [[πράξη]] που λέγεται ή γίνεται προκειμένου να υποστηριχθεί μία [[άποψη]] ή ένα [[άτομο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) [[υπεράσπιση]] τών συμφερόντων της πόλεως [[κατά]] τις τελωνιακές δίκες<br /><b>2.</b> το [[δικαίωμα]] να υπερασπίζει [[κανείς]] κάποιον στο δικαστήριο<br /><b>3.</b> [[ηθική]] [[βοήθεια]], [[ηθική]] [[ενίσχυση]]<br /><b>4.</b> [[μαρτυρία]] για [[κάτι]] («εἰς τὴν συνηγορίαν τοῦ ἴδια [[πάθη]] γίνεσθαι γυναικῶν», Σωρ.)<br /><b>5.</b> [[επιβεβαίωση]], [[κατάφαση]], [[παραδοχή]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνηγορία:''' ἡ, δικαστική [[υπεράσπιση]] κάποιου, [[αγόρευση]] [[υπέρ]] κάποιου στο δικαστήριο, σε Αισχίν. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνηγορία''': ἡ, τὸ συνηγορεῖν ὑπέρ τινος, [[ἀγόρευσις]] ὑπέρ τινος ἐν τῷ δικαστηρίῳ, Αἰσχίν. 54. 33· περὶ τῶν συμμάχων Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 3. 26· ἐν τῷ παθητ., Συλλ. Ἐπιγρ. 279?. | |lstext='''συνηγορία''': ἡ, τὸ συνηγορεῖν ὑπέρ τινος, [[ἀγόρευσις]] ὑπέρ τινος ἐν τῷ δικαστηρίῳ, Αἰσχίν. 54. 33· περὶ τῶν συμμάχων Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 3. 26· ἐν τῷ παθητ., Συλλ. Ἐπιγρ. 279?. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[συνηγορία]], ἡ, [from [[συνηγορέω]]<br />[[advocacy]] of [[another]]'s [[cause]], a [[speech]] in his [[behalf]], Aeschin. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[advocacy]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:20, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A advocacy of another's cause, Aeschin.3.7 (pl.); μετὰ συνηγορίας ἐπιρρωννύντες Phld.Ir.p.65 W.; εἰς τὴν συνηγορίαν τοῦ ἴδια πάθη γίνεσθαι γυναικῶν Sor.2.3, cf. Gal.15.578; right to practise as an advocate, PGiss.40 ii 4(iii A.D.): pl., περὶ τῶν συμμάχων Arist.Rh. Al.1425a7, cf. OGI567.19 (Attalia, ii A.D.), CIG2795 (Aphrodisias).
2 ἡ συνηγορία τοῦ τι εἶναι the affirmative, A.D.Synt. 235.13.
3 ἀπὸ συνηγοριῶν ταμείου = sometime advocatus fisci, IG3.712a.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
plaidoyer, défense.
Étymologie: συνήγορος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνηγορία -ας, ἡ [συνήγορος] verdediging (voor de rechtbank).
German (Pape)
ἡ, wie συναγόρευσις, die Verteidigung; Aesch. 3.7; Plut. öfter, und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
συνηγορία: ἡ судебная защита, тж. защитительная речь Aeschin., Arst. etc.
Greek Monolingual
η, ΝΑ συνήγορος
το έργο του συνηγόρου, αγόρευση στο δικαστήριο για την υπεράσπιση διαδίκου
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) κάθε λόγος ή πράξη που λέγεται ή γίνεται προκειμένου να υποστηριχθεί μία άποψη ή ένα άτομο
αρχ.
1. (ιδίως) υπεράσπιση τών συμφερόντων της πόλεως κατά τις τελωνιακές δίκες
2. το δικαίωμα να υπερασπίζει κανείς κάποιον στο δικαστήριο
3. ηθική βοήθεια, ηθική ενίσχυση
4. μαρτυρία για κάτι («εἰς τὴν συνηγορίαν τοῦ ἴδια πάθη γίνεσθαι γυναικῶν», Σωρ.)
5. επιβεβαίωση, κατάφαση, παραδοχή.
Greek Monotonic
συνηγορία: ἡ, δικαστική υπεράσπιση κάποιου, αγόρευση υπέρ κάποιου στο δικαστήριο, σε Αισχίν.
Greek (Liddell-Scott)
συνηγορία: ἡ, τὸ συνηγορεῖν ὑπέρ τινος, ἀγόρευσις ὑπέρ τινος ἐν τῷ δικαστηρίῳ, Αἰσχίν. 54. 33· περὶ τῶν συμμάχων Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 3. 26· ἐν τῷ παθητ., Συλλ. Ἐπιγρ. 279?.
Middle Liddell
συνηγορία, ἡ, [from συνηγορέω
advocacy of another's cause, a speech in his behalf, Aeschin.