μάλαγμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(6_21)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=malagma
|Transliteration C=malagma
|Beta Code=ma/lagma
|Beta Code=ma/lagma
|Definition=[<b class="b3">μᾰ], ατος, τό,</b> (μαλάσσω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">emollient</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Od.</span>59</span>, Gal. 13.946, <span class="title">PCair.Goodsp.</span>30 X 6 (ii A. D.), etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">soft materials, padding</b>, used in sieges to blunt the force of engines and weapons, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>91.7</span>, <span class="bibl">95.47</span>; μ. τῆς ἀντιτυπίας Plu.2.618f, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>70d</span>, ap. Longin.32.5; <b class="b3">μαλάγματος χάριν</b> for <b class="b2">padding</b>, Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.49.28.10</span>; <b class="b3">μ. ἕνεκα</b>, of a shirt worn under armour, Sch.<span class="bibl">Il.21.31</span>.</span>
|Definition=[μᾰ], ατος, τό, ([[μαλάσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[emollient]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Odoribus'' 59, Gal. 13.946, ''PCair.Goodsp.''30 X 6 (ii A. D.), etc.<br><span class="bld">II</span> [[soft materials]], [[padding]], used in sieges to blunt the force of engines and weapons, Ph.''Bel.''91.7, 95.47; μ. τῆς ἀντιτυπίας Plu.2.618f, cf. Pl.''Ti.''70d, ap. Longin.32.5; <b class="b3">μαλάγματος χάριν</b> for [[padding]], Ruf. ap. Orib.49.28.10; <b class="b3">μ. ἕνεκα</b>, of a shirt worn under armour, Sch.Il.21.31.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0088.png Seite 88]] τό, das Erweichende, bes. ein Pflaster, ein Umschlag zur Erweichung verhärteter Theile, Medic. – Uebh. ein welcher Körper, den Stoß eines harten aufzufangen u. zu schwächen, τῆς ἀντιτυπίας, Plut. Symp. 1, 2, 6; gegen Belagerungsmaschinen angewandt, Philo poliorcet.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0088.png Seite 88]] τό, das Erweichende, bes. ein Pflaster, ein Umschlag zur Erweichung verhärteter Teile, Medic. – Übh. ein welcher Körper, den Stoß eines harten aufzufangen u. zu schwächen, τῆς ἀντιτυπίας, Plut. Symp. 1, 2, 6; gegen Belagerungsmaschinen angewandt, Philo poliorcet.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[plastron pour amortir les coups]].<br />'''Étymologie:''' [[μαλάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μάλαγμα:''' ατος (ᾰλ) τό приспособление для смягчения ударов: μ. τῆς ἀντιτυπίας Plut. предохранитель для ослабления силы ударов.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μάλαγμα''': τό, (μᾰλάσσω) μαλακτικὸν [[φάρμακον]], [[κατάπλασμα]], Θεοφρ. π. Ὀσμ. 61, κτλ. ΙΙ. μαλακὰ πράγματα, δηλ. σακκία διφθέρινα πλήρη μαλλίων ἢ φρυγάνων, ἃ μετεχειρίζοντο οἱ πολιορκούμενοι [[ὅπως]] ἀμβλύνωσι τὴν ὁρμὴν τῶν μηχανῶν καὶ ὅπλων τῶν πολεμίων, ὡς τὸ Λατ. cilicia, Φίλων. Πολιορκ. 91 καὶ 95· μ. τῆς ἀντιτυπίας Πλούτ. 2. 618F· -οὕτω καὶ ὁ Λογγῖν. ἐν 32. 5 μνημονεύει ἐκ τοῦ Πλάτ. (Τίμ. 70C) [[μάλαγμα]], [[ἔνθα]] τὰ νῦν Ἀντίγραφα ἔχουσιν: ἅλμα μαλακόν. -Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μάλαγμα]]· [[ἴαμα]], [[ἄθροισμα]], βούνισμα».
|lstext='''μάλαγμα''': τό, (μᾰλάσσω) μαλακτικὸν [[φάρμακον]], [[κατάπλασμα]], Θεοφρ. π. Ὀσμ. 61, κτλ. ΙΙ. μαλακὰ πράγματα, δηλ. σακκία διφθέρινα πλήρη μαλλίων ἢ φρυγάνων, ἃ μετεχειρίζοντο οἱ πολιορκούμενοι [[ὅπως]] ἀμβλύνωσι τὴν ὁρμὴν τῶν μηχανῶν καὶ ὅπλων τῶν πολεμίων, ὡς τὸ Λατ. cilicia, Φίλων. Πολιορκ. 91 καὶ 95· μ. τῆς ἀντιτυπίας Πλούτ. 2. 618F· -οὕτω καὶ ὁ Λογγῖν. ἐν 32. 5 μνημονεύει ἐκ τοῦ Πλάτ. (Τίμ. 70C) [[μάλαγμα]], [[ἔνθα]] τὰ νῦν Ἀντίγραφα ἔχουσιν: ἅλμα μαλακόν. -Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μάλαγμα]]· [[ἴαμα]], [[ἄθροισμα]], βούνισμα».
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[μάλαγμα]]) [[μαλάσσω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μαλάζω]], η [[μάλαξη]], το [[μαλάκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλέγμα]] από [[σχοινιά]] που κρέμεται στα [[πλάγια]] μέρη του πλοίου για να εμποδίζει τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν από [[πρόσκρουση]] σε άλλα πλοία ή στις προβλήτες<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> κατεργασμένο [[μέταλλο]]<br /><b>2.</b> [[μάλαμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />μαλακτικό [[φάρμακο]], [[κατάπλασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάθε]] μαλακό [[σώμα]] που χρησιμεύει για να αμβλύνει και να εξουδετερώνει τις προσκρούσεις με [[άλλο]] [[σώμα]], [[ιδίως]] [[σάκος]] [[γεμάτος]] μαλλιά ή ράκη ή φρύγανα που χρησιμοποιούσαν οι πολιορκούμενοι για [[άμβλυνση]] της δύναμης πολιορκητικής μηχανής.
}}
}}

Latest revision as of 07:32, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάλαγμα Medium diacritics: μάλαγμα Low diacritics: μάλαγμα Capitals: ΜΑΛΑΓΜΑ
Transliteration A: málagma Transliteration B: malagma Transliteration C: malagma Beta Code: ma/lagma

English (LSJ)

[μᾰ], ατος, τό, (μαλάσσω)
A emollient, Thphr. De Odoribus 59, Gal. 13.946, PCair.Goodsp.30 X 6 (ii A. D.), etc.
II soft materials, padding, used in sieges to blunt the force of engines and weapons, Ph.Bel.91.7, 95.47; μ. τῆς ἀντιτυπίας Plu.2.618f, cf. Pl.Ti.70d, ap. Longin.32.5; μαλάγματος χάριν for padding, Ruf. ap. Orib.49.28.10; μ. ἕνεκα, of a shirt worn under armour, Sch.Il.21.31.

German (Pape)

[Seite 88] τό, das Erweichende, bes. ein Pflaster, ein Umschlag zur Erweichung verhärteter Teile, Medic. – Übh. ein welcher Körper, den Stoß eines harten aufzufangen u. zu schwächen, τῆς ἀντιτυπίας, Plut. Symp. 1, 2, 6; gegen Belagerungsmaschinen angewandt, Philo poliorcet.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
plastron pour amortir les coups.
Étymologie: μαλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

μάλαγμα: ατος (ᾰλ) τό приспособление для смягчения ударов: μ. τῆς ἀντιτυπίας Plut. предохранитель для ослабления силы ударов.

Greek (Liddell-Scott)

μάλαγμα: τό, (μᾰλάσσω) μαλακτικὸν φάρμακον, κατάπλασμα, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 61, κτλ. ΙΙ. μαλακὰ πράγματα, δηλ. σακκία διφθέρινα πλήρη μαλλίων ἢ φρυγάνων, ἃ μετεχειρίζοντο οἱ πολιορκούμενοι ὅπως ἀμβλύνωσι τὴν ὁρμὴν τῶν μηχανῶν καὶ ὅπλων τῶν πολεμίων, ὡς τὸ Λατ. cilicia, Φίλων. Πολιορκ. 91 καὶ 95· μ. τῆς ἀντιτυπίας Πλούτ. 2. 618F· -οὕτω καὶ ὁ Λογγῖν. ἐν 32. 5 μνημονεύει ἐκ τοῦ Πλάτ. (Τίμ. 70C) μάλαγμα, ἔνθα τὰ νῦν Ἀντίγραφα ἔχουσιν: ἅλμα μαλακόν. -Καθ’ Ἡσύχ.: «μάλαγμα· ἴαμα, ἄθροισμα, βούνισμα».

Greek Monolingual

το (AM μάλαγμα) μαλάσσω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαλάζω, η μάλαξη, το μαλάκωμα
νεοελλ.
πλέγμα από σχοινιά που κρέμεται στα πλάγια μέρη του πλοίου για να εμποδίζει τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν από πρόσκρουση σε άλλα πλοία ή στις προβλήτες
μσν.
1. κατεργασμένο μέταλλο
2. μάλαμα
μσν.-αρχ.
μαλακτικό φάρμακο, κατάπλασμα
αρχ.
κάθε μαλακό σώμα που χρησιμεύει για να αμβλύνει και να εξουδετερώνει τις προσκρούσεις με άλλο σώμα, ιδίως σάκος γεμάτος μαλλιά ή ράκη ή φρύγανα που χρησιμοποιούσαν οι πολιορκούμενοι για άμβλυνση της δύναμης πολιορκητικής μηχανής.