μεθιδρύω: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
(6_22)
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=μεθιδρύω
|Medium diacritics=μεθιδρύω
|Low diacritics=μεθιδρύω
|Capitals=ΜΕΘΙΔΡΥΩ
|Transliteration A=methidrýō
|Transliteration B=methidryō
|Transliteration C=methidryo
|Beta Code=meqidru/w
|Definition=[[place differently]], [[transpose]], ἐπὶ [[τἀναντία]] τὸν [[βίον]] Pl. ''Lg.'' 904e; — ''Med.'', [[migrate]], Arist. ''Ath.'' 19.2, DH. 6.52; — Pass., [[keep moving]], [[ἄλλοθεν]] [[ἀλλαχόσε]] Plu. ''Ages.'' 11.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0112.png Seite 112]] (s. [[ἱδρύω]]), umsetzen, verändern, τὸν βίον ἐπὶ [[τἀναντία]], Plat Legg. X, 904 e. – Med. sich von einem Orte weg nach einem andern hinbegeben, [[ἀλλαχόσε]], Plut. Ages. 12; Polyaen. 6, 52; auch τὰς συμφοράς, mit sich nach einem andern Orte hinnehmen, D. Hal. 6, 52.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0112.png Seite 112]] (s. [[ἱδρύω]]), umsetzen, verändern, τὸν βίον ἐπὶ [[τἀναντία]], Plat Legg. X, 904 e. – Med. sich von einem Orte weg nach einem andern hinbegeben, [[ἀλλαχόσε]], Plut. Ages. 12; Polyaen. 6, 52; auch τὰς συμφοράς, mit sich nach einem andern Orte hinnehmen, D. Hal. 6, 52.
}}
{{bailly
|btext=<i>propr.</i> déplacer, transposer, changer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[μεθιδρύομαι]] se déplacer, transporter sa résidence.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἱδρύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεθιδρύω:''' [[переселять]], [[перемещать]] (τι ἐπί τι Plat.; [[ἄλλοθεν]] [[ἀλλαχόσε]] μεθιδρυμένος Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθιδρύω''': τοποθετῶ [[διαφόρως]], μεταθέτω, μετατοπίζω, ἐπὶ [[τἀναντία]] Πλάτ. Νόμ. 904Ε. - Μέσ., [[παραλαμβάνω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]] εἰς ἄλλον τόπον, Διον. Ἁλ. 6. 52· - Παθ., ἐξακολουθῶ μετακινούμενος, μετατοπίζομαι συνεχῶς, [[ἄλλοθεν]] ἀλλαχόσε Πλουτ. Ἀγησίλ. 11.
|lstext='''μεθιδρύω''': τοποθετῶ [[διαφόρως]], μεταθέτω, μετατοπίζω, ἐπὶ [[τἀναντία]] Πλάτ. Νόμ. 904Ε. - Μέσ., [[παραλαμβάνω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]] εἰς ἄλλον τόπον, Διον. Ἁλ. 6. 52· - Παθ., ἐξακολουθῶ μετακινούμενος, μετατοπίζομαι συνεχῶς, [[ἄλλοθεν]] ἀλλαχόσε Πλουτ. Ἀγησίλ. 11.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεθιδρύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μεταθέτω]], [[μετατοπίζω]] («ἐπὶ [[τἀναντία]] μεθιδρύσασα τὸν ἑαυτῆς βίον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεθιδρύομαι</i><br />α) [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] μου από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]]<br />β) [[αλλάζω]] [[θέση]] πηγαίνοντας από [[τόπο]] σε [[τόπο]], μετατοπίζομαι [[συνεχώς]] («ὑπέφευγεν [[ἄλλοθεν]] [[ἀλλαχόσε]] χώρας μεθιδρυόμενος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἱδρύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεθιδρύω:''' μέλ. <i>-ύσω</i>, [[τοποθετώ]] διαφορετικά, [[μεταθέτω]], σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι σε συνεχή [[κίνηση]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ύσω<br />to [[place]] [[differently]], [[transpose]], Plat.: —Pass. to [[keep]] [[moving]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 20:11, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθιδρύω Medium diacritics: μεθιδρύω Low diacritics: μεθιδρύω Capitals: ΜΕΘΙΔΡΥΩ
Transliteration A: methidrýō Transliteration B: methidryō Transliteration C: methidryo Beta Code: meqidru/w

English (LSJ)

place differently, transpose, ἐπὶ τἀναντία τὸν βίον Pl. Lg. 904e; — Med., migrate, Arist. Ath. 19.2, DH. 6.52; — Pass., keep moving, ἄλλοθεν ἀλλαχόσε Plu. Ages. 11.

German (Pape)

[Seite 112] (s. ἱδρύω), umsetzen, verändern, τὸν βίον ἐπὶ τἀναντία, Plat Legg. X, 904 e. – Med. sich von einem Orte weg nach einem andern hinbegeben, ἀλλαχόσε, Plut. Ages. 12; Polyaen. 6, 52; auch τὰς συμφοράς, mit sich nach einem andern Orte hinnehmen, D. Hal. 6, 52.

French (Bailly abrégé)

propr. déplacer, transposer, changer, acc.;
Moy. μεθιδρύομαι se déplacer, transporter sa résidence.
Étymologie: μετά, ἱδρύω.

Russian (Dvoretsky)

μεθιδρύω: переселять, перемещать (τι ἐπί τι Plat.; ἄλλοθεν ἀλλαχόσε μεθιδρυμένος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μεθιδρύω: τοποθετῶ διαφόρως, μεταθέτω, μετατοπίζω, ἐπὶ τἀναντία Πλάτ. Νόμ. 904Ε. - Μέσ., παραλαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ εἰς ἄλλον τόπον, Διον. Ἁλ. 6. 52· - Παθ., ἐξακολουθῶ μετακινούμενος, μετατοπίζομαι συνεχῶς, ἄλλοθεν ἀλλαχόσε Πλουτ. Ἀγησίλ. 11.

Greek Monolingual

μεθιδρύω (Α)
1. μεταθέτω, μετατοπίζω («ἐπὶ τἀναντία μεθιδρύσασα τὸν ἑαυτῆς βίον», Πλάτ.)
2. μέσ. μεθιδρύομαι
α) παίρνω κάτι μαζί μου από έναν τόπο σε άλλο
β) αλλάζω θέση πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο, μετατοπίζομαι συνεχώς («ὑπέφευγεν ἄλλοθεν ἀλλαχόσε χώρας μεθιδρυόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἱδρύω.

Greek Monotonic

μεθιδρύω: μέλ. -ύσω, τοποθετώ διαφορετικά, μεταθέτω, σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι σε συνεχή κίνηση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ύσω
to place differently, transpose, Plat.: —Pass. to keep moving, Plut.