ἱππόκρημνος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippokrimnos
|Transliteration C=ippokrimnos
|Beta Code=i(ppo/krhmnos
|Beta Code=i(ppo/krhmnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tremendously steep</b>, <b class="b3">ἱ. ῥῆμα</b> <b class="b2">a neck-breaking</b> word, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span> 929</span>.</span>
|Definition=ἱππόκρημνον, [[tremendously steep]], [[ἱππόκρημνον ῥῆμα]] a [[neck-breaking word]], [[haughty word]], [[complex word]], [[abstruse word]], [[obscure word]], [[difficult to understand word]], Ar.''Ra.'' 929.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1260.png Seite 1260]] roßsteil, [[ῥῆμα]], ein hochtrabendes, halsbrechendes Wort, Ar. Ran. 929. Vgl. [[ἱπποβάμων]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1260.png Seite 1260]] roßsteil, [[ῥῆμα]], ein hochtrabendes, halsbrechendes Wort, Ar. Ran. 929. Vgl. [[ἱπποβάμων]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />haut perché sur un cheval ; <i>fig.</i> emphatique.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[κρημνός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππόκρημνος:''' досл. страшно крутой, перен. выспренный, высокопарный ([[ῥῆμα]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππόκρημνος''': -ον, καθ’ ὑπερβολὴν [[κρημνώδης]], [[δύσβατος]], ἐπὶ λέξεων τὰς ὁποίας πρέπει νὰ σπάσῃ τις τὸ κεφάλι του [[ὅπως]] τὰς ἐννοήσῃ, γρυπαέτους χαλκηλάτους καὶ ῥήμαθ’ ἱππόκρημνα, ἃ ξυμβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον Ἀριστοφ. Βάτρ. 929˙ ἴδε [[ἵππος]] VI.
|lstext='''ἱππόκρημνος''': -ον, καθ’ ὑπερβολὴν [[κρημνώδης]], [[δύσβατος]], ἐπὶ λέξεων τὰς ὁποίας πρέπει νὰ σπάσῃ τις τὸ κεφάλι του [[ὅπως]] τὰς ἐννοήσῃ, γρυπαέτους χαλκηλάτους καὶ ῥήμαθ’ ἱππόκρημνα, ἃ ξυμβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον Ἀριστοφ. Βάτρ. 929˙ ἴδε [[ἵππος]] VI.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />haut perché sur un cheval ; <i>fig.</i> emphatique.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[κρημνός]].
|mltxt=[[ἱππόκρημνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> υπερβολικά [[απόκρημνος]], πολύ [[δύσβατος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἱππόκρημνα ῥήματα» — δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα [[λόγια]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρημνός]]. Το α' συνθετικό <i>ἱππο</i>- εδώ με επιτατική [[λειτουργία]] («υπερβολικά [[απόκρημνος]]»), [[πρβλ]]. <i>ιππο</i>-[[λάπαθον]], <i>ιππό</i>-<i>πορνος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱππόκρημνος:''' -ον, υπερβολικά [[απόκρημνος]], [[απότομος]], τρομερά [[δύσβατος]]· ἱππόκρημνον [[ῥῆμα]], [[λέξη]] δυσνόητη, δυσερμήνευτη, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱππό-κρημνος, ον<br />[[tremendously]] [[steep]], ἱππόκρημνον [[ῥῆμα]] a [[neck]]-breaking [[word]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππόκρημνος Medium diacritics: ἱππόκρημνος Low diacritics: ιππόκρημνος Capitals: ΙΠΠΟΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: hippókrēmnos Transliteration B: hippokrēmnos Transliteration C: ippokrimnos Beta Code: i(ppo/krhmnos

English (LSJ)

ἱππόκρημνον, tremendously steep, ἱππόκρημνον ῥῆμα a neck-breaking word, haughty word, complex word, abstruse word, obscure word, difficult to understand word, Ar.Ra. 929.

German (Pape)

[Seite 1260] roßsteil, ῥῆμα, ein hochtrabendes, halsbrechendes Wort, Ar. Ran. 929. Vgl. ἱπποβάμων.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
haut perché sur un cheval ; fig. emphatique.
Étymologie: ἵππος, κρημνός.

Russian (Dvoretsky)

ἱππόκρημνος: досл. страшно крутой, перен. выспренный, высокопарный (ῥῆμα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόκρημνος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν κρημνώδης, δύσβατος, ἐπὶ λέξεων τὰς ὁποίας πρέπει νὰ σπάσῃ τις τὸ κεφάλι του ὅπως τὰς ἐννοήσῃ, γρυπαέτους χαλκηλάτους καὶ ῥήμαθ’ ἱππόκρημνα, ἃ ξυμβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον Ἀριστοφ. Βάτρ. 929˙ ἴδε ἵππος VI.

Greek Monolingual

ἱππόκρημνος, -ον (Α)
1. υπερβολικά απόκρημνος, πολύ δύσβατος
2. φρ. «ἱππόκρημνα ῥήματα» — δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα λόγια (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κρημνός. Το α' συνθετικό ἱππο- εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά απόκρημνος»), πρβλ. ιππο-λάπαθον, ιππό-πορνος)].

Greek Monotonic

ἱππόκρημνος: -ον, υπερβολικά απόκρημνος, απότομος, τρομερά δύσβατος· ἱππόκρημνον ῥῆμα, λέξη δυσνόητη, δυσερμήνευτη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἱππό-κρημνος, ον
tremendously steep, ἱππόκρημνον ῥῆμα a neck-breaking word, Ar.