ἀνορούω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(Bailly1_1)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anoroyo
|Transliteration C=anoroyo
|Beta Code=a)norou/w
|Beta Code=a)norou/w
|Definition=poet. Verb, used by Hom. only in aor. 1 (<span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>3.7</span>,<span class="bibl">8.5</span> has pres. inf. and part.):—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">start up, leap up</b>, abs., <span class="bibl">Il.9.193</span>, <span class="bibl">Od.3.149</span>, <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>20a</span>.<span class="bibl">11</span>, etc.; ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν <span class="bibl">Od.22.23</span>; ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀ. <span class="bibl">Il.10.162</span>, etc.; ἐς δίφρον δ' ἀ. <span class="bibl">11.273</span>; so <b class="b3">Ἠέλιος δ' ἀνόρουσε . . οὐρανὸν ἐς .</b>. Helios <b class="b2">went swiftly up</b> the sky, <span class="bibl">Od. 3.1</span>; τοῖσι δὲ Νέστωρ ἡδυεπὴς ἀ. <span class="bibl">Il.1.248</span>; <b class="b3">ἀνορούσαις</b> (Aeol. part.) <span class="bibl">Pi. <span class="title">O.</span>7.37</span>.</span>
|Definition=poet. Verb, used by Hom. only in aor. 1 (X.''Eq.''3.7,8.5 has pres. inf. and part.):—[[start up]], [[leap up]], abs., Il.9.193, Od.3.149, Sapph.''Supp.''20a.''ΙΙ'', etc.; ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Od.22.23; ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀ. Il.10.162, etc.; ἐς δίφρον δ' ἀ. 11.273; so <b class="b3">Ἠέλιος δ' ἀνόρουσε.. οὐρανὸν ἐς.</b>. Helios [[went swiftly up]] the sky, Od. 3.1; τοῖσι δὲ Νέστωρ ἡδυεπὴς ἀ. Il.1.248; [[ἀνορούσαις]] (Aeol. part.) Pi. ''O.''7.37.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [part. aor. eol. ἀνορούσαις Pi.<i>O</i>.7.37]<br /><b class="num">1</b> c. idea de separación [[levantarse]], [[ponerse en pie]] ἐκ ... θρόνων <i>Od</i>.22.23, ἐξ ὕπνοιο <i>Il</i>.10.162, τοῖσι δὲ Νέστωρ ... ἀνόρουσε <i>Il</i>.1.248<br /><b class="num">•</b>abs. <i>Il</i>.9.193, <i>Od</i>.3.149, Sapph.44.11, Pi.l.c., A.R.2.299, Opp.<i>H</i>.3.106.<br /><b class="num">2</b> c. idea de dirección [[lanzarse]] ἐς δίφρον <i>Il</i>.11.273, ἐπ' αὐτῷ Nonn.<i>D</i>.19.72<br /><b class="num">•</b>fig. ἐς τιμὰς Emp.B 30.2, cf. Arist.<i>Metaph</i>.1100<sup>b</sup>15<br /><b class="num">•</b>[[subir]] οὐρανὸν ἐς <i>Od</i>.3.1, Οὔλυμπόνδε A.R.2.299.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et ao. épq.</i> ἀνόρουσα;<br />[[se lever vivement]], [[s'élancer]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὀρούω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[auffahren]], [[schnell]] [[aufstehen]]</i>, Hom. oft, aber nur im aor. ἀνόρουσα, z.B. ἐξ ὕπνου [[μάλα]] [[κραιπνῶς]] <i>Il</i>. 10.162; ἐκ θρόνων <i>Od</i>. 22.23; ἐς [[δίφρον]], auf den [[Wagen]], <i>Il</i>. 11.273; [[ἠέλιος]] ἀνόρουσεν ἐς οὐρανόν, fuhr den [[Himmel]] [[hinauf]], <i>Od</i>. 3.1. Pind. πατέρος κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισα [[Ἀθηναία]] <i>Ol</i>. 7.37; ἐπί τι Xen. <i>Eq</i>. 3.7, 8.5.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνορούω:''' [[быстро подниматься]], [[устремляться]], [[вскакивать]] (ἐκ θρόνων, ἐξ ὕπνοιο, ἐς οὐρανόν Hom.; πατέρος κορυφὰν κατ᾽ ἄκραν Pind.; ἐπ᾽ ὄχθους Xen.; εἰς τιμάς Emped. ap. Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνορούω''': ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ. α΄ (ὁ Ξεν. ἐν Ἱππ. 3. 7., 8. 5 ἔχει τὸ ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. καὶ τὴν μετοχ.): ― ἀνεγείρομαι, ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, ἀπολ., Ἰλ. Ι. 193, Ὀδ. Γ. 149, κτλ.· ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Χ. 23· ἐξ ὕπνοιο [[μάλα]] κραιπνῶς ἀν. Ἰλ. Κ. 162, κτλ. ἐς δίφρον δ’ ἀν. Λ. 273, 399· [[οὕτως]], Ἠέλιος δ’ ἀνόρουσε … οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον, ὁ δ’ Ἥλιος [[ταχέως]] ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὸν… Ὀδ. Γ. 1· τοῖσι δὲ [[Νέστωρ]] ἡδυπετὴς ἀνόρουσε, «ἀνώρμησεν, ἀνέστη» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 248· ἀνορούσαις (Δωρ. μετοχ.) Πινδ. Ο. 7. 68.
|lstext='''ἀνορούω''': ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ. α΄ (ὁ Ξεν. ἐν Ἱππ. 3. 7., 8. 5 ἔχει τὸ ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. καὶ τὴν μετοχ.): ― ἀνεγείρομαι, ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, ἀπολ., Ἰλ. Ι. 193, Ὀδ. Γ. 149, κτλ.· ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Χ. 23· ἐξ ὕπνοιο [[μάλα]] κραιπνῶς ἀν. Ἰλ. Κ. 162, κτλ. ἐς δίφρον δ’ ἀν. Λ. 273, 399· [[οὕτως]], Ἠέλιος δ’ ἀνόρουσε … οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον, ὁ δ’ Ἥλιος [[ταχέως]] ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὸν… Ὀδ. Γ. 1· τοῖσι δὲ [[Νέστωρ]] ἡδυπετὴς ἀνόρουσε, «ἀνώρμησεν, ἀνέστη» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 248· ἀνορούσαις (Δωρ. μετοχ.) Πινδ. Ο. 7. 68.
}}
}}
{{bailly
{{Autenrieth
|btext=<i>seul. prés. et ao. épq.</i> ἀνόρουσα;<br />se lever vivement, s’élancer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὀρούω]].
|auten=only aor. ἀνόρουσεν, -σαν, [[part]]. -σᾶς: [[spring]] up; ἐκ θρόνων, ὕπνου, ἐς [[δίφρον]], Il. 16.130; [[ἠέλιος]], ‘climbed [[swiftly]] up the [[sky]],’ Od. 3.1.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἀνορούω]] [[leap]] up, [[start]] up πατέρος [[Ἀθαναία]] κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν (O. 7.37) [ἀνόρουσε [[varia lectio|v.l.]] ἐσόρουσε (O. 8.40) ][[ἄπεπλος]] ἐκ λεχέων νεοτόκων[ ]οθ[.]νόρουσε περὶ φόβῳ ([[αὐτόθ]]' ἀνόρουσε coni. Snell) (Pae. 20.15)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνορούω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναπηδώ]], [[πετιέμαι]] [[επάνω]]<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] [[γρήγορα]] [[ψηλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ορούω]] «[[ορμώ]] [[προς]] τα [[εμπρός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνορούω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>ἀνόρουσα</i>, ανεγείρομαι, [[αναπηδώ]], σε Όμηρ.· λέγεται για τον ήλιο, <i>ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς</i>, πήγε [[αμέσως]] [[ψηλά]] στον ουρανό, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀνορούσαις</i> (Δωρ. μτχ. αορ. αʹ), σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[start]] up, [[leap]] up, Hom.; of the sun, ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς went [[swiftly]] up the sky, Od.; ἀνορούσαις (doric [[part]]. aor1) Pind.
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνορούω Medium diacritics: ἀνορούω Low diacritics: ανορούω Capitals: ΑΝΟΡΟΥΩ
Transliteration A: anoroúō Transliteration B: anorouō Transliteration C: anoroyo Beta Code: a)norou/w

English (LSJ)

poet. Verb, used by Hom. only in aor. 1 (X.Eq.3.7,8.5 has pres. inf. and part.):—start up, leap up, abs., Il.9.193, Od.3.149, Sapph.Supp.20a.ΙΙ, etc.; ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Od.22.23; ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀ. Il.10.162, etc.; ἐς δίφρον δ' ἀ. 11.273; so Ἠέλιος δ' ἀνόρουσε.. οὐρανὸν ἐς.. Helios went swiftly up the sky, Od. 3.1; τοῖσι δὲ Νέστωρ ἡδυεπὴς ἀ. Il.1.248; ἀνορούσαις (Aeol. part.) Pi. O.7.37.

Spanish (DGE)

• Morfología: [part. aor. eol. ἀνορούσαις Pi.O.7.37]
1 c. idea de separación levantarse, ponerse en pie ἐκ ... θρόνων Od.22.23, ἐξ ὕπνοιο Il.10.162, τοῖσι δὲ Νέστωρ ... ἀνόρουσε Il.1.248
abs. Il.9.193, Od.3.149, Sapph.44.11, Pi.l.c., A.R.2.299, Opp.H.3.106.
2 c. idea de dirección lanzarse ἐς δίφρον Il.11.273, ἐπ' αὐτῷ Nonn.D.19.72
fig. ἐς τιμὰς Emp.B 30.2, cf. Arist.Metaph.1100b15
subir οὐρανὸν ἐς Od.3.1, Οὔλυμπόνδε A.R.2.299.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao. épq. ἀνόρουσα;
se lever vivement, s'élancer.
Étymologie: ἀνά, ὀρούω.

German (Pape)

auffahren, schnell aufstehen, Hom. oft, aber nur im aor. ἀνόρουσα, z.B. ἐξ ὕπνου μάλα κραιπνῶς Il. 10.162; ἐκ θρόνων Od. 22.23; ἐς δίφρον, auf den Wagen, Il. 11.273; ἠέλιος ἀνόρουσεν ἐς οὐρανόν, fuhr den Himmel hinauf, Od. 3.1. Pind. πατέρος κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισα Ἀθηναία Ol. 7.37; ἐπί τι Xen. Eq. 3.7, 8.5.

Russian (Dvoretsky)

ἀνορούω: быстро подниматься, устремляться, вскакивать (ἐκ θρόνων, ἐξ ὕπνοιο, ἐς οὐρανόν Hom.; πατέρος κορυφὰν κατ᾽ ἄκραν Pind.; ἐπ᾽ ὄχθους Xen.; εἰς τιμάς Emped. ap. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορούω: ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἀορ. α΄ (ὁ Ξεν. ἐν Ἱππ. 3. 7., 8. 5 ἔχει τὸ ἀπαρ. τοῦ ἐνεστ. καὶ τὴν μετοχ.): ― ἀνεγείρομαι, ἀναπηδῶ, ἀνορμῶ, ἀπολ., Ἰλ. Ι. 193, Ὀδ. Γ. 149, κτλ.· ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν Χ. 23· ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀν. Ἰλ. Κ. 162, κτλ. ἐς δίφρον δ’ ἀν. Λ. 273, 399· οὕτως, Ἠέλιος δ’ ἀνόρουσε … οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον, ὁ δ’ Ἥλιος ταχέως ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανὸν τὸν… Ὀδ. Γ. 1· τοῖσι δὲ Νέστωρ ἡδυπετὴς ἀνόρουσε, «ἀνώρμησεν, ἀνέστη» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 248· ἀνορούσαις (Δωρ. μετοχ.) Πινδ. Ο. 7. 68.

English (Autenrieth)

only aor. ἀνόρουσεν, -σαν, part. -σᾶς: spring up; ἐκ θρόνων, ὕπνου, ἐς δίφρον, Il. 16.130; ἠέλιος, ‘climbed swiftly up the sky,’ Od. 3.1.

English (Slater)

ἀνορούω leap up, start up πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν (O. 7.37) [ἀνόρουσε v.l. ἐσόρουσε (O. 8.40) ]ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ ]οθ[.]νόρουσε περὶ φόβῳ (αὐτόθ' ἀνόρουσε coni. Snell) (Pae. 20.15)

Greek Monolingual

ἀνορούω (Α)
1. αναπηδώ, πετιέμαι επάνω
2. ανεβαίνω γρήγορα ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ορούω «ορμώ προς τα εμπρός»].

Greek Monotonic

ἀνορούω: Επικ. αόρ. αʹ ἀνόρουσα, ανεγείρομαι, αναπηδώ, σε Όμηρ.· λέγεται για τον ήλιο, ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς, πήγε αμέσως ψηλά στον ουρανό, σε Ομήρ. Οδ.· ἀνορούσαις (Δωρ. μτχ. αορ. αʹ), σε Πίνδ.

Middle Liddell

to start up, leap up, Hom.; of the sun, ἀνόρουσεν οὐρανὸν ἐς went swiftly up the sky, Od.; ἀνορούσαις (doric part. aor1) Pind.