κακιζότεχνος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(7) |
mNo edit summary |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakizotechnos | |Transliteration C=kakizotechnos | ||
|Beta Code=kakizo/texnos | |Beta Code=kakizo/texnos | ||
|Definition=ον, < | |Definition=κακιζότεχνον, [[finding fault with one's craftsmanship]], [[meticulous]], of the [[sculptor]] [[Callimachus]], [[varia lectio|v.l.]] in Paus. 1.26.7; cf. [[κατατηξίτεχνος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1298.png Seite 1298]] ein [[Kunstwerk]] tadelnd; so hieß nach Paus. 1, 26, 7 der allzu sorgfältige Künstler Kallimachus, der immer noch Etwas an seinem Kunstwerke auszusetzen fand, [[varia lectio|v.l.]] mss. [[κατατηξίτεχνος]] u. κατατηξότεχνος, d. h. die Kunst schmelzend, kraftlos machend. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κᾰκιζότεχνος''': -ον, ὁ κακίζων τὰ ἔργα τῆς τέχνης, εὑρίσκων ἐλλείψεις, [[μηδέποτε]] εὑρίσκων αὐτὰ τέλεια, ἐπίθ. τοῦ Καλλιμάχου, ὃς ἦν γνωστὸς διὰ τὴν γνωστὴν ἐξεργασίαν τῶν ἔργων [[αὐτοῦ]], Παυσ. 1. 26, 7, Πλίν. 34. 19, § 35. Ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Παυσ. ἔχουσι κατατηξίτεχνος, [[ὅπερ]] φαίνεται γνήσιον, = ὁ κατατήκων ἢ παραλύων τὴν τέχνην, πρβλ. Διον. Ἁλ. τόμ. 6, σ. 1114 Reiske, Sillig. Catal. Artif. σ. 128. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακιζότεχνος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. του γλύπτη Καλλιμάχου) αυτός που κακίζει τα έργα τέχνης, αυτός που τους βρίσκει μόνο ελλείψεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακίζω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[ευρεσίτεχνος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 8 March 2024
English (LSJ)
κακιζότεχνον, finding fault with one's craftsmanship, meticulous, of the sculptor Callimachus, v.l. in Paus. 1.26.7; cf. κατατηξίτεχνος.
German (Pape)
[Seite 1298] ein Kunstwerk tadelnd; so hieß nach Paus. 1, 26, 7 der allzu sorgfältige Künstler Kallimachus, der immer noch Etwas an seinem Kunstwerke auszusetzen fand, v.l. mss. κατατηξίτεχνος u. κατατηξότεχνος, d. h. die Kunst schmelzend, kraftlos machend.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκιζότεχνος: -ον, ὁ κακίζων τὰ ἔργα τῆς τέχνης, εὑρίσκων ἐλλείψεις, μηδέποτε εὑρίσκων αὐτὰ τέλεια, ἐπίθ. τοῦ Καλλιμάχου, ὃς ἦν γνωστὸς διὰ τὴν γνωστὴν ἐξεργασίαν τῶν ἔργων αὐτοῦ, Παυσ. 1. 26, 7, Πλίν. 34. 19, § 35. Ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Παυσ. ἔχουσι κατατηξίτεχνος, ὅπερ φαίνεται γνήσιον, = ὁ κατατήκων ἢ παραλύων τὴν τέχνην, πρβλ. Διον. Ἁλ. τόμ. 6, σ. 1114 Reiske, Sillig. Catal. Artif. σ. 128.
Greek Monolingual
κακιζότεχνος, -ον (Α)
(ως επίθ. του γλύπτη Καλλιμάχου) αυτός που κακίζει τα έργα τέχνης, αυτός που τους βρίσκει μόνο ελλείψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακίζω + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ευρεσίτεχνος].