συνήκω: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
(Bailly1_5)
(CSV import)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syniko
|Transliteration C=syniko
|Beta Code=sunh/kw
|Beta Code=sunh/kw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to have come together, be assembled, meet</b>, <span class="bibl">Th.5.87</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">σ. εἰς ἕν</b>, of walls, <b class="b2">meet</b> in a point, <span class="bibl">X.<span class="title">Vect.</span>4.44</span>; <b class="b3">σ. εἰς στενόν</b> to narrow down, <span class="bibl">Arist.<span class="title">IA</span>710b2</span>; so εἰς ὀξύ <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>495b10</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 3.11.1</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[to have come together]], [[be assembled]], [[meet]], Th.5.87.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">σ. εἰς ἕν</b>, of walls, [[meet]] in a point, X.''Vect.''4.44; <b class="b3">σ. εἰς στενόν</b> to narrow down, Arist.''IA''710b2; so εἰς ὀξύ Id.''HA''495b10, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.11.1.
}}
{{bailly
|btext=être venu ensemble ; être réuni, se réunir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἥκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-ήκω, Att. ook ξυνήκω bijeengekomen zijn.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit, [[zugleich]], [[zusammen]] [[kommen]]</i>; Thuc. 5.87; εἰς ἕν, Xen. <i>Vect</i>. 4.44; <i>sich [[zusammenziehen]]</i>, εἰς στενόν, ins Enge, Arist. <i>inc. an</i>. 10.
}}
{{elru
|elrutext='''συνήκω:''' [[сойтись]], [[встретиться]] Thuc.: εἰς ὀξὺ σ. Arst. сходиться под острым углом.
}}
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[συνίκω]] και μτγν. δωρ. τ. [[συνείκω]] Α<br /><b>1.</b> έχω έλθει [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> συναντώμαι στο ίδιο [[σημείο]], [[συμπίπτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἥκω</i> «[[έρχομαι]], [[φτάνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνήκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> έχω έλθει μαζί με κάποιον, έχω έλθει με [[συντροφιά]], με [[συνοδεία]], έχω συναντηθεί, ερχόμενος με κάποιον, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνήκω]] εἰς ἕν, συναντώμαι σ' ένα και το αυτό [[σημείο]], συνάπτομαι, [[συμπίπτω]], [[καταλήγω]], σε Ξεν.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνήκω''': ἔχω ἔλθῃ [[ὁμοῦ]], εἰ λογιούμενοι ξυνήκετε Θουκ. 5. 87. ΙΙ. σ. εἰς ἕν, ἐπὶ τειχῶν, συνάπτομαι, συναντῶμαι εἰς ἕν, συνήκοι ἂν τὰ ἔργα εἰς ἓν ἐξ ἁπάντων τῶν τειχῶν Ξεν. Πόροι 4. 44˙ τὰ δ’ [[ὄπισθεν]] κοῦφα καὶ συνήκοντα [[πάλιν]] εἰς στενόν, γενόμενα [[πάλιν]] στενά, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 10. 10˙ οὕτω, σ. εἰς ὀξὺ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1.
|lstext='''συνήκω''': ἔχω ἔλθῃ [[ὁμοῦ]], εἰ λογιούμενοι ξυνήκετε Θουκ. 5. 87. ΙΙ. σ. εἰς ἕν, ἐπὶ τειχῶν, συνάπτομαι, συναντῶμαι εἰς ἕν, συνήκοι ἂν τὰ ἔργα εἰς ἓν ἐξ ἁπάντων τῶν τειχῶν Ξεν. Πόροι 4. 44˙ τὰ δ’ [[ὄπισθεν]] κοῦφα καὶ συνήκοντα [[πάλιν]] εἰς στενόν, γενόμενα [[πάλιν]] στενά, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 10. 10˙ οὕτω, σ. εἰς ὀξὺ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=être venu ensemble ; être réuni, se réunir.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἥκω]].
|mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[have]] [[come]] [[together]], to be [[assembled]], to [[meet]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> ς. εἰς ἕν to [[meet]] in a [[point]], Xen.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[convenire]]'', to [[come together]], [[agree]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.87.1/ 5.87.1].
}}
}}

Latest revision as of 14:33, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνήκω Medium diacritics: συνήκω Low diacritics: συνήκω Capitals: ΣΥΝΗΚΩ
Transliteration A: synḗkō Transliteration B: synēkō Transliteration C: syniko Beta Code: sunh/kw

English (LSJ)

A to have come together, be assembled, meet, Th.5.87.
II σ. εἰς ἕν, of walls, meet in a point, X.Vect.4.44; σ. εἰς στενόν to narrow down, Arist.IA710b2; so εἰς ὀξύ Id.HA495b10, Thphr. HP 3.11.1.

French (Bailly abrégé)

être venu ensemble ; être réuni, se réunir.
Étymologie: σύν, ἥκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ήκω, Att. ook ξυνήκω bijeengekomen zijn.

German (Pape)

mit, zugleich, zusammen kommen; Thuc. 5.87; εἰς ἕν, Xen. Vect. 4.44; sich zusammenziehen, εἰς στενόν, ins Enge, Arist. inc. an. 10.

Russian (Dvoretsky)

συνήκω: сойтись, встретиться Thuc.: εἰς ὀξὺ σ. Arst. сходиться под острым углом.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. συνίκω και μτγν. δωρ. τ. συνείκω Α
1. έχω έλθει μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. συναντώμαι στο ίδιο σημείο, συμπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἥκω «έρχομαι, φτάνω»].

Greek Monotonic

συνήκω: μέλ. -ξω,
I. έχω έλθει μαζί με κάποιον, έχω έλθει με συντροφιά, με συνοδεία, έχω συναντηθεί, ερχόμενος με κάποιον, σε Θουκ.
II. συνήκω εἰς ἕν, συναντώμαι σ' ένα και το αυτό σημείο, συνάπτομαι, συμπίπτω, καταλήγω, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνήκω: ἔχω ἔλθῃ ὁμοῦ, εἰ λογιούμενοι ξυνήκετε Θουκ. 5. 87. ΙΙ. σ. εἰς ἕν, ἐπὶ τειχῶν, συνάπτομαι, συναντῶμαι εἰς ἕν, συνήκοι ἂν τὰ ἔργα εἰς ἓν ἐξ ἁπάντων τῶν τειχῶν Ξεν. Πόροι 4. 44˙ τὰ δ’ ὄπισθεν κοῦφα καὶ συνήκοντα πάλιν εἰς στενόν, γενόμενα πάλιν στενά, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 10. 10˙ οὕτω, σ. εἰς ὀξὺ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1.

Middle Liddell

fut. ξω
I. to have come together, to be assembled, to meet, Thuc.
II. ς. εἰς ἕν to meet in a point, Xen.

Lexicon Thucydideum

convenire, to come together, agree, 5.87.1.