διακηρύσσω: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
(Bailly1_2)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diakirysso
|Transliteration C=diakirysso
|Beta Code=diakhru/ssw
|Beta Code=diakhru/ssw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">proclaim by herald</b>, <b class="b3">ἐν διακεκηρυγμένοις</b> in <b class="b2">declared war</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Arat.</span>10</span>: metaph., ἀσεβὲς εἶναι . . Phld.<span class="title">Herc.</span>862.12. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Med., = [[διακηρυκεύομαι]], <span class="bibl">D.S.18.7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">sell by auction</b>, τὴν οἰκίαν <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VS</span>2.21.1</span> (Pass.); τὴν οὐσίαν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cic.</span>33</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b2">celebrate</b>, ἡ παροιμία δ. τινά <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>6.30</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[proclaim by herald]], <b class="b3">ἐν διακεκηρυγμένοις</b> in [[declared war]], Plu.''Arat.''10: metaph., ἀσεβὲς εἶναι… Phld.''Herc.''862.12.<br><span class="bld">2</span> Med., = [[διακηρυκεύομαι]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.7.<br><span class="bld">3</span> [[sell by auction]], τὴν οἰκίαν Philostr.''VS''2.21.1 (Pass.); τὴν οὐσίαν Plu.''Cic.''33.<br><span class="bld">4</span> [[celebrate]], ἡ παροιμία δ. τινά Iamb.''VP''6.30.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><b class="num">1</b> [[proclamar]] δ[ι] εκήρυξεν ἀσεβὲς εἶναι τὸ ποιεῖν [[ἄλλως]] Anon.<i>Herc</i>.862.12.15, τὸ εὐαγγελικὸν ... κήρυγμα Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.95, τὸν ἀρχιερέα Cyr.Al.M.68.492B, cf. Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.9.15, abs. διακηρύσσοντες mediante proclamaciones</i> I.<i>BI</i> 1.93<br /><b class="num">•</b>[[declarar]] en v. pas. πρὸς τοῖς κακοῖς ἀδρανῆ καὶ ἄτολμον καὶ πανοῦργον τὸν πάσχοντα διακηρύσσεσθαι Vett.Val.236.5<br /><b class="num">•</b>τὰ διακεκηρυγμένα [[los hechos de dominio público]] ἐν τοῖς ὑπαίθροις καὶ διακεκηρυγμένοις Plu.<i>Arat</i>.10.<br /><b class="num">2</b> [[vender en subasta pública]] τὴν ... οὐσίαν Plu.<i>Cic</i>.33, en v. pas. τῆς οἰκίας διακηρυττομένης Philostr.<i>VS</i> 603.<br /><b class="num">3</b> [[celebrar]] ἡ παροιμία τὸν ἐκ Σάμου κομήτην ἐπὶ τῷ σεμνοτάτῳ διακηρύττει Iambl.<i>VP</i> 31.<br /><b class="num">4</b> en v. med. [[enviar un heraldo]] ὁ δὲ Πείθων νικήσας τῇ μάχῃ διεκηρύξατο πρὸς τοὺς ἡττημένους [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.7.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διακηρύξω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> [[faire annoncer par un héraut]] ; [[ἐν]] διακεκηρυγμένοις PLUT dans les guerres déclarées;<br /><b>2</b> [[faire mettre aux enchères par le crieur public]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κηρύσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=δια-κηρύσσω door een heraut laten verkondigen; voor openbare verkoop aanbieden:. τὴν... οὐσίαν... διεκήρυττε καθ’ ἡμέραν zijn bezit bood hij dagelijks te koop aan Plut. Cic. 33.1.
}}
{{elru
|elrutext='''διακηρύσσω:''' атт. [[διακηρύττω]] объявлять через глашатая (med. πρός τινα Diod.): δ. οὐσίαν Plut. объявлять о продаже имущества с торгов; ἐν διακεκηρυγμένοις (''[[sc.]]'' πολέμοις) Plut. в состоянии открытой войны.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διακηρύσσω''': μέλλ. -ξω, διὰ κήρυκος ποιῶ γνωστόν, ἐν διακεκηρυγμένοις, εἰς κεκηρυγμένον πόλεμον, Πλούτ. Ἀράτ. 10. ― Μέσ. = τῷ προηγ. Ι, Διόδ. 18. 7. 2) πωλῶ ἐν δημοπρασίᾳ, τὴν οἰκίαν Φιλόστρ. 603· τὴν οὐσίαν Πλούτ. Κικ. 33.
|lstext='''διακηρύσσω''': μέλλ. -ξω, διὰ κήρυκος ποιῶ γνωστόν, ἐν διακεκηρυγμένοις, εἰς κεκηρυγμένον πόλεμον, Πλούτ. Ἀράτ. 10. ― Μέσ. = τῷ προηγ. Ι, Διόδ. 18. 7. 2) πωλῶ ἐν δημοπρασίᾳ, τὴν οἰκίαν Φιλόστρ. 603· τὴν οὐσίαν Πλούτ. Κικ. 33.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>f.</i> διακηρύξω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> faire annoncer par un héraut ; [[ἐν]] διακεκηρυγμένοις PLUT dans les guerres déclarées;<br /><b>2</b> faire mettre aux enchères par le crieur public.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κηρύσσω]].
|mltxt=και -ττω (AM [[διακηρύσσω]] και -ττω)<br />[[διαλαλώ]], [[γνωστοποιώ]] [[δημόσια]] με κήρυκα<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγγέλλω]] εγγράφως ή μέσω του Τύπου<br /><b>2.</b> [[διαδίδω]] [[κάτι]] επαναλαμβάνοντάς το [[συνεχώς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πουλώ]] σε [[δημοπρασία]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>διακηρύσσομαι</i> και -ττομαι<br />[[διαπραγματεύομαι]] μέσω κήρυκα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διακηρύσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[γνωστοποιώ]] [[κάτι]] μέσω κήρυκα, <i>ἐν διακεκηρυγμένοις</i>, σε πόλεμο που έχει κηρυχθεί, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[πουλώ]] σε [[δημοπρασία]], [[πλειστηριάζω]], στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">1.</b> to [[proclaim]] by [[herald]], ἐν διακεκηρυγμένοις in [[declared]] war, Plut.<br /><b class="num">2.</b> to [[sell]] by [[auction]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακηρύσσω Medium diacritics: διακηρύσσω Low diacritics: διακηρύσσω Capitals: ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΩ
Transliteration A: diakērýssō Transliteration B: diakēryssō Transliteration C: diakirysso Beta Code: diakhru/ssw

English (LSJ)

A proclaim by herald, ἐν διακεκηρυγμένοις in declared war, Plu.Arat.10: metaph., ἀσεβὲς εἶναι… Phld.Herc.862.12.
2 Med., = διακηρυκεύομαι, D.S.18.7.
3 sell by auction, τὴν οἰκίαν Philostr.VS2.21.1 (Pass.); τὴν οὐσίαν Plu.Cic.33.
4 celebrate, ἡ παροιμία δ. τινά Iamb.VP6.30.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
1 proclamar δ[ι] εκήρυξεν ἀσεβὲς εἶναι τὸ ποιεῖν ἄλλως Anon.Herc.862.12.15, τὸ εὐαγγελικὸν ... κήρυγμα Cyr.Al.Luc.1.95, τὸν ἀρχιερέα Cyr.Al.M.68.492B, cf. Gr.Nyss.Eun.3.9.15, abs. διακηρύσσοντες mediante proclamaciones I.BI 1.93
declarar en v. pas. πρὸς τοῖς κακοῖς ἀδρανῆ καὶ ἄτολμον καὶ πανοῦργον τὸν πάσχοντα διακηρύσσεσθαι Vett.Val.236.5
τὰ διακεκηρυγμένα los hechos de dominio público ἐν τοῖς ὑπαίθροις καὶ διακεκηρυγμένοις Plu.Arat.10.
2 vender en subasta pública τὴν ... οὐσίαν Plu.Cic.33, en v. pas. τῆς οἰκίας διακηρυττομένης Philostr.VS 603.
3 celebrar ἡ παροιμία τὸν ἐκ Σάμου κομήτην ἐπὶ τῷ σεμνοτάτῳ διακηρύττει Iambl.VP 31.
4 en v. med. enviar un heraldo ὁ δὲ Πείθων νικήσας τῇ μάχῃ διεκηρύξατο πρὸς τοὺς ἡττημένους D.S.18.7.

French (Bailly abrégé)

f. διακηρύξω, etc.
1 faire annoncer par un héraut ; ἐν διακεκηρυγμένοις PLUT dans les guerres déclarées;
2 faire mettre aux enchères par le crieur public.
Étymologie: διά, κηρύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κηρύσσω door een heraut laten verkondigen; voor openbare verkoop aanbieden:. τὴν... οὐσίαν... διεκήρυττε καθ’ ἡμέραν zijn bezit bood hij dagelijks te koop aan Plut. Cic. 33.1.

Russian (Dvoretsky)

διακηρύσσω: атт. διακηρύττω объявлять через глашатая (med. πρός τινα Diod.): δ. οὐσίαν Plut. объявлять о продаже имущества с торгов; ἐν διακεκηρυγμένοις (sc. πολέμοις) Plut. в состоянии открытой войны.

Greek (Liddell-Scott)

διακηρύσσω: μέλλ. -ξω, διὰ κήρυκος ποιῶ γνωστόν, ἐν διακεκηρυγμένοις, εἰς κεκηρυγμένον πόλεμον, Πλούτ. Ἀράτ. 10. ― Μέσ. = τῷ προηγ. Ι, Διόδ. 18. 7. 2) πωλῶ ἐν δημοπρασίᾳ, τὴν οἰκίαν Φιλόστρ. 603· τὴν οὐσίαν Πλούτ. Κικ. 33.

Greek Monolingual

και -ττω (AM διακηρύσσω και -ττω)
διαλαλώ, γνωστοποιώ δημόσια με κήρυκα
μσν.- νεοελλ.
1. αναγγέλλω εγγράφως ή μέσω του Τύπου
2. διαδίδω κάτι επαναλαμβάνοντάς το συνεχώς
αρχ.
1. πουλώ σε δημοπρασία
2. μέσ. διακηρύσσομαι και -ττομαι
διαπραγματεύομαι μέσω κήρυκα.

Greek Monotonic

διακηρύσσω: μέλ. -ξω,
1. γνωστοποιώ κάτι μέσω κήρυκα, ἐν διακεκηρυγμένοις, σε πόλεμο που έχει κηρυχθεί, σε Πλούτ.
2. πουλώ σε δημοπρασία, πλειστηριάζω, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ξω
1. to proclaim by herald, ἐν διακεκηρυγμένοις in declared war, Plut.
2. to sell by auction, Plut.