λήμη: Difference between revisions

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "Rater Pre" to "Rather Pre")
 
(32 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=limi
|Transliteration C=limi
|Beta Code=lh/mh
|Beta Code=lh/mh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a humour that gathers in the corner of the eye, rheum</b>, <span class="bibl">Hp. <span class="title">VM</span>19</span>, <span class="bibl"><span class="title">Prog.</span>2</span>: in pl., <b class="b2">sore eyes</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>301</span> (v. Sch.): metaph., <b class="b3">ἡ τοῦ Πειραιέως λ</b>. the <b class="b2">eye-sore</b> of Piraeus, of Aegina, Pericles ap.<span class="bibl">Arist. <span class="title">Rh.</span>1411a15</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>8</span>; <b class="b3">Κρονικαὶ λῆμαι</b> old prejudices <b class="b2">that dim the mind's eye</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>581</span>; ὄψεως λ. ἡ δεισιδαιμονία Plu.2.1101c. (Cf. <b class="b3">λάμας</b>.)</span>
|Definition=ἡ, a [[humour that gathers in the corner of the eye]], [[rheum]], Hp. ''VM''19, ''Prog.''2: in plural, [[sore eyes]], Ar.''Lys.''301 (v. Sch.): metaph., <b class="b3">ἡ τοῦ Πειραιέως λ.</b> the [[eye-sore]] of Piraeus, of Aegina, Pericles ap.Arist. ''Rh.''1411a15, Plu.''Per.''8; <b class="b3">Κρονικαὶ λῆμαι</b> old prejudices [[that dim the mind's eye]], Ar.''Pl.''581; ὄψεως λ. ἡ δεισιδαιμονία Plu.2.1101c. (Cf. [[λάμας]].)
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />chassie ; αἱ λῆμαι humeurs qui troublent le cerveau, chimères.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>aus den [[Augen]] fließende und in den Augenwinkeln gerinnende [[Feuchtigkeit]], [[Augenbutter]]</i>, = [[γλήμη]], Hippocr.; übertragen sagte [[Perikles]] τὴν Αἴγιναν ἀφελεῖν, τὴν τοῦ Πειραιῶς λήμην, Arist. <i>rhet</i>. 3.10; vgl. Ath. III.99d.<br>Bei Ar. <i>Plut</i>. 581 übertragen sind κρονικαὶ λῆμαι altväterische [[Einbildungen]], die das geistige Auge [[trüben]]. Vgl. Plut. <i>Non [[Posse]]</i> 21.
}}
{{elru
|elrutext='''λήμη:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[гноетечение из глаз]]: αἱ λῆμαι Arph. больные глаза;<br /><b class="num">2</b> перен. бельмо: Αἴγυνα τοῦ Πειραιέως λ. Arst. Эгина - бельмо в глазу Пирея;<br /><b class="num">3</b> [[предрассудок]], [[заблуждение]]: Κρονικαὶ λῆμαι Arph. застарелые предрассудки.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λήμη''': ἡ, ἡ περὶ τοὺς κανθοὺς τῶν ὀφθαλμῶν πεπηγυῖα ὕλη, κοινῶς «τσίμπλα», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Προγν. 32· αἱ λῆμαι, ὀφθαλμοὶ πάσχοντες, Ἀριστοφ. Λυσ. 301, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολ.· μεταφ. ἡ [[Αἴγινα]] ἐκαλεῖτο ὑπὸ τοῦ Περικλέους, ἡ τοῦ Πειραιέως λ., ἡ «τσίμπλα» τοῦ Πειραιῶς, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7, Πλουτ. Περικλ. 8· λῆμαι Κρονικαί, ἀρχαῖαι προλήψεις ἐμποδίζουσαι τὴν πνευματικὴν ὄρασιν, Ἀριστοφ. Πλ. 581· ὄψεως λ. ἡ [[δεισιδαιμονία]] Πλούτ. 2. 1101C. - ὁ Ἱππ. 943, ἔχει καὶ λημίαι, αἱ. Πιθανῶς ἐκ τῆς √ΓΛΑΜ, πρβλ. γλᾰμάω, γλαμυρός, γλάμων, Λατ. gram-ia, gram-iosus· ἴδε Γγ. Ι.)
|lstext='''λήμη''': ἡ, ἡ περὶ τοὺς κανθοὺς τῶν ὀφθαλμῶν πεπηγυῖα ὕλη, κοινῶς «τσίμπλα», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Προγν. 32· αἱ λῆμαι, ὀφθαλμοὶ πάσχοντες, Ἀριστοφ. Λυσ. 301, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολ.· μεταφ. ἡ [[Αἴγινα]] ἐκαλεῖτο ὑπὸ τοῦ Περικλέους, ἡ τοῦ Πειραιέως λ., ἡ «τσίμπλα» τοῦ Πειραιῶς, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7, Πλουτ. Περικλ. 8· λῆμαι Κρονικαί, ἀρχαῖαι προλήψεις ἐμποδίζουσαι τὴν πνευματικὴν ὄρασιν, Ἀριστοφ. Πλ. 581· ὄψεως λ. ἡ [[δεισιδαιμονία]] Πλούτ. 2. 1101C. - ὁ Ἱππ. 943, ἔχει καὶ λημίαι, αἱ. Πιθανῶς ἐκ τῆς √ΓΛΑΜ, πρβλ. γλᾰμάω, γλαμυρός, γλάμων, Λατ. gram-ia, gram-iosus· ἴδε Γγ. Ι.)
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ης (ἡ) :<br />chassie ; [[αἱ]] λῆμαι humeurs qui troublent le cerveau, chimères.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
|mltxt=η (AM [[λήμη]], Μ και λήμμη)<br />ωχρόλευκο λιπώδες [[έκκριμα]] τών ταρσαίων αδένων τών βλεφάρων το οποίο συγκεντρώνεται [[ιδίως]] στον εσωτερικό κανθό του ματιού, η [[τσίμπλα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λῆμαι</i><br />τα πάσχοντα, τα ερεθισμένα μάτια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ τοῦ Πειραιῶς [[λήμη]]» — η Αίγινα<br />β) «Κρονικαὶ λῆμαι» — αρχαίες προλήψεις που εμπόδιζαν την πνευματική όραση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με αλβ. <i>llom</i> «[[κατακάθι]]» παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες, ενώ η [[σύνδεση]] με λατ. <i>l</i><i>ā</i><i>ma</i> «[[τέλμα]]» και λιθουαν. <i>l</i><i>ō</i><i>mas</i> «[[λάκκος]], [[κοιλότητα]]» παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λήμη:''' , ύλη που μαζεύεται στη [[γωνία]] των ματιών, κοινώς «[[τσίμπλα]]»· μεταφ., ο Περικλής καλούσε την Αίγινα, ἡ τοῦ Πειραιέως [[λήμη]], «[[τσίμπλα]]» (δηλ. αποκρουστικό [[θέαμα]]) του Πειραιά, σε Αριστ., Πλούτ.· <i>λῆμαι Κρονικαί</i>, αρχαίες προλήψεις που εμποδίζουν την πνευματική όραση, σε Αριστοφ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[humour in the corner of the eye]], [[rheum]], also metaph. (Hp., Ar., Plu.).<br />Derivatives: Diminut. [[λημίον]] (Hp.), [[λημύδριον]] (Gal.); <b class="b3">λημ-αλέος</b> (Luc.), <b class="b3">-ηρός</b> (Heliod.), <b class="b3">-ώδης</b> (Alex. Trall.) <b class="b2">full of λ.</b>; <b class="b3">λημ-ότης</b> (Sch.), <b class="b3">-ωσις</b> (medic. pap.; cf. [[ἴλλωσις]], [[κνίδωσις]]); <b class="b3">λημ-άω</b> [[have rheum]] (Hp., Ar.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: An Dor. form seems found in <b class="b3">λάμας μύξας</b> H. (cod. <b class="b3">λαμάς μῦς</b>). Unexplained. Rejectable hypotheses in Bq and Hofmann Et. Wb.; after Mann Lang. 28, 36 f. to Alb. [[llom]] [[dregs]] (phonetically unconvincing), Lat. [[lāma]] [[puddle]], [[marsh]], [[mud]], Lith. <b class="b2">lõmas</b> [[pit]], [[hollow]], [[lower spot]] (semant. unconvincing). - Rather Pre-Greek than IE?
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λήμη]], ἡ,<br />a [[humour]] that gathers in the [[corner]] of the eye, gum, [[rheum]]:—metaph., [[Pericles]] called [[Aegina]] ἡ τοῦ Πειραιέως λ. the eyesore of Peiraeeus, Arist., Plut.; λῆμαι Κρονικαί old prejudices that dim the eyes, Ar.
}}
{{FriskDe
|ftr='''λήμη''': {lḗmē}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Augenbutter]], auch übertr. (Hp., Ar., Plu. u. a.).<br />'''Derivative''': Deminutiva [[λημίον]] (Hp.), [[λημύδριον]] (Gal.); sonstige Ableitungen: [[λημαλέος]] (Luk.), -ηρός (Heliod.), -ώδης (Alex. Trall.) [[voll Augenbutter]], [[triefäugig]]; [[λημότης]] (Sch.), -ωσις (mediz. Pap.; vgl. [[ἴλλωσις]], [[κνίδωσις]]); [[λημάω]] [[Triefaugen haben]] (Hp., Ar. u. a.). — Eine dor. Form scheint in λάμας· μύξας H. (cod. λαμάς· [[μῦς]]) zu stecken.<br />'''Etymology''': Unerklärt. Abzulehnende Hypothesen bei Bq und Hofmann Et. Wb.; nach Mann Lang. 28, 36 f. zu alb. ''llom'' [[Bodensatz]] (lautlich unbefriedigend), lat. ''lāma'' [[Lache]], [[Morast]], [[Sumpf]], lit. ''lõmas'' [[Grube]], [[Höhle]], [[Vertiefung]] (begrifflich wenig überzeugend).<br />'''Page''' 2,116
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[τσίμπλα]]). Πιθανόν Ἀπό ρίζα γλαμ- τοῦ [[γλαμάω]], συνωνύμου μέ τό [[λημάω]] (=εἶμαι τσιμπλιάρης).<br><b>Παράγωγα:</b> [[λημαλέος]] (=[[τσιμπλιάρης]]), [[γλαμυρός]] (=[[τσιμπλιάρης]]), [[γλάμων]] (=[[τσιμπλιάρης]]).
}}
}}

Latest revision as of 15:19, 16 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήμη Medium diacritics: λήμη Low diacritics: λήμη Capitals: ΛΗΜΗ
Transliteration A: lḗmē Transliteration B: lēmē Transliteration C: limi Beta Code: lh/mh

English (LSJ)

ἡ, a humour that gathers in the corner of the eye, rheum, Hp. VM19, Prog.2: in plural, sore eyes, Ar.Lys.301 (v. Sch.): metaph., ἡ τοῦ Πειραιέως λ. the eye-sore of Piraeus, of Aegina, Pericles ap.Arist. Rh.1411a15, Plu.Per.8; Κρονικαὶ λῆμαι old prejudices that dim the mind's eye, Ar.Pl.581; ὄψεως λ. ἡ δεισιδαιμονία Plu.2.1101c. (Cf. λάμας.)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
chassie ; αἱ λῆμαι humeurs qui troublent le cerveau, chimères.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

German (Pape)

ἡ, aus den Augen fließende und in den Augenwinkeln gerinnende Feuchtigkeit, Augenbutter, = γλήμη, Hippocr.; übertragen sagte Perikles τὴν Αἴγιναν ἀφελεῖν, τὴν τοῦ Πειραιῶς λήμην, Arist. rhet. 3.10; vgl. Ath. III.99d.
Bei Ar. Plut. 581 übertragen sind κρονικαὶ λῆμαι altväterische Einbildungen, die das geistige Auge trüben. Vgl. Plut. Non Posse 21.

Russian (Dvoretsky)

λήμη:
1 гноетечение из глаз: αἱ λῆμαι Arph. больные глаза;
2 перен. бельмо: Αἴγυνα ἡ τοῦ Πειραιέως λ. Arst. Эгина - бельмо в глазу Пирея;
3 предрассудок, заблуждение: Κρονικαὶ λῆμαι Arph. застарелые предрассудки.

Greek (Liddell-Scott)

λήμη: ἡ, ἡ περὶ τοὺς κανθοὺς τῶν ὀφθαλμῶν πεπηγυῖα ὕλη, κοινῶς «τσίμπλα», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Προγν. 32· αἱ λῆμαι, ὀφθαλμοὶ πάσχοντες, Ἀριστοφ. Λυσ. 301, ἔνθα ἴδε Σχολ.· μεταφ. ἡ Αἴγινα ἐκαλεῖτο ὑπὸ τοῦ Περικλέους, ἡ τοῦ Πειραιέως λ., ἡ «τσίμπλα» τοῦ Πειραιῶς, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7, Πλουτ. Περικλ. 8· λῆμαι Κρονικαί, ἀρχαῖαι προλήψεις ἐμποδίζουσαι τὴν πνευματικὴν ὄρασιν, Ἀριστοφ. Πλ. 581· ὄψεως λ. ἡ δεισιδαιμονία Πλούτ. 2. 1101C. - ὁ Ἱππ. 943, ἔχει καὶ λημίαι, αἱ. Πιθανῶς ἐκ τῆς √ΓΛΑΜ, πρβλ. γλᾰμάω, γλαμυρός, γλάμων, Λατ. gram-ia, gram-iosus· ἴδε Γγ. Ι.)

Greek Monolingual

η (AM λήμη, Μ και λήμμη)
ωχρόλευκο λιπώδες έκκριμα τών ταρσαίων αδένων τών βλεφάρων το οποίο συγκεντρώνεται ιδίως στον εσωτερικό κανθό του ματιού, η τσίμπλα
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ λῆμαι
τα πάσχοντα, τα ερεθισμένα μάτια
2. φρ. α) «ἡ τοῦ Πειραιῶς λήμη» — η Αίγινα
β) «Κρονικαὶ λῆμαι» — αρχαίες προλήψεις που εμπόδιζαν την πνευματική όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με αλβ. llom «κατακάθι» παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες, ενώ η σύνδεση με λατ. lāma «τέλμα» και λιθουαν. lōmas «λάκκος, κοιλότητα» παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα.

Greek Monotonic

λήμη: ἡ, ύλη που μαζεύεται στη γωνία των ματιών, κοινώς «τσίμπλα»· μεταφ., ο Περικλής καλούσε την Αίγινα, ἡ τοῦ Πειραιέως λήμη, «τσίμπλα» (δηλ. αποκρουστικό θέαμα) του Πειραιά, σε Αριστ., Πλούτ.· λῆμαι Κρονικαί, αρχαίες προλήψεις που εμποδίζουν την πνευματική όραση, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: humour in the corner of the eye, rheum, also metaph. (Hp., Ar., Plu.).
Derivatives: Diminut. λημίον (Hp.), λημύδριον (Gal.); λημ-αλέος (Luc.), -ηρός (Heliod.), -ώδης (Alex. Trall.) full of λ.; λημ-ότης (Sch.), -ωσις (medic. pap.; cf. ἴλλωσις, κνίδωσις); λημ-άω have rheum (Hp., Ar.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: An Dor. form seems found in λάμας μύξας H. (cod. λαμάς μῦς). Unexplained. Rejectable hypotheses in Bq and Hofmann Et. Wb.; after Mann Lang. 28, 36 f. to Alb. llom dregs (phonetically unconvincing), Lat. lāma puddle, marsh, mud, Lith. lõmas pit, hollow, lower spot (semant. unconvincing). - Rather Pre-Greek than IE?

Middle Liddell

λήμη, ἡ,
a humour that gathers in the corner of the eye, gum, rheum:—metaph., Pericles called Aegina ἡ τοῦ Πειραιέως λ. the eyesore of Peiraeeus, Arist., Plut.; λῆμαι Κρονικαί old prejudices that dim the eyes, Ar.

Frisk Etymology German

λήμη: {lḗmē}
Grammar: f.
Meaning: Augenbutter, auch übertr. (Hp., Ar., Plu. u. a.).
Derivative: Deminutiva λημίον (Hp.), λημύδριον (Gal.); sonstige Ableitungen: λημαλέος (Luk.), -ηρός (Heliod.), -ώδης (Alex. Trall.) voll Augenbutter, triefäugig; λημότης (Sch.), -ωσις (mediz. Pap.; vgl. ἴλλωσις, κνίδωσις); λημάω Triefaugen haben (Hp., Ar. u. a.). — Eine dor. Form scheint in λάμας· μύξας H. (cod. λαμάς· μῦς) zu stecken.
Etymology: Unerklärt. Abzulehnende Hypothesen bei Bq und Hofmann Et. Wb.; nach Mann Lang. 28, 36 f. zu alb. llom Bodensatz (lautlich unbefriedigend), lat. lāma Lache, Morast, Sumpf, lit. lõmas Grube, Höhle, Vertiefung (begrifflich wenig überzeugend).
Page 2,116

Mantoulidis Etymological

(=τσίμπλα). Πιθανόν Ἀπό ρίζα γλαμ- τοῦ γλαμάω, συνωνύμου μέ τό λημάω (=εἶμαι τσιμπλιάρης).
Παράγωγα: λημαλέος (=τσιμπλιάρης), γλαμυρός (=τσιμπλιάρης), γλάμων (=τσιμπλιάρης).