παρθενοπίπης: Difference between revisions
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(Bailly1_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parthenopipis | |Transliteration C=parthenopipis | ||
|Beta Code=parqenopi/phs | |Beta Code=parqenopi/phs | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, ([[ὀπιπεύω]]) [[one who ogles maidens]], [[seducer]], Il.11.385. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] ([[ὀπιπτεύω]]), ὁ, Jungfrauengaffer, der nach den Mädchen guckt; voc. παρθενοπῖπα, Il. 11, 385; VLL. erkl. περιβλέπων τὰς παρθένους; vgl. [[γυναικοπίπης]], [[παιδοπίπης]], [[οἰνοπίπης]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] ([[ὀπιπτεύω]]), ὁ, [[Jungfrauengaffer]], der nach den Mädchen guckt; voc. παρθενοπῖπα, Il. 11, 385; VLL. erkl. περιβλέπων τὰς παρθένους; vgl. [[γυναικοπίπης]], [[παιδοπίπης]], [[οἰνοπίπης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>voc.</i> α;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui épie les jeunes filles]].<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]], [[ὀπιπεύω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρθενοπίπης:''' ου (ῑ) ὁ [[высматривающий девушек]], т. е. [[волокита]] Hom. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρθενοπίπης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[ὀπιπτεύω]]) ὁ περιβλέπων τὰς παρθένους, παρθενοθήρας, ὁ ἀπατῶν παρθένους, Ἰλ. Λ. 385˙ πρβλ. | |lstext='''παρθενοπίπης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[ὀπιπτεύω]]) ὁ περιβλέπων τὰς παρθένους, παρθενοθήρας, ὁ ἀπατῶν παρθένους, Ἰλ. Λ. 385˙ πρβλ. [[γυναικοπίπης]], [[παιδοπίπης]], [[οἰνοπίπης]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=voc. -ιπα ([[ὀπιπτεύω]]): [[ogler of girls]], Il. 11.385†. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ου, ό Α<br /><b>1.</b> αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες<br /><b>2.</b> αυτός που αποπλανεί παρθένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]] <span style="color: red;">+</span> <i>οπιπή</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀπιπεύω]] «[[κοιτάζω]] με [[περιέργεια]]»), [[πρβλ]]. [[γυναικοπίπης]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρθενοπίπης:''' [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που κυνηγά τις παρθένες, [[ξελογιαστής]], [[διακορευτής]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=παρθεν-οπῑ́πης, ου, ὁ, [[ὀπιπτεύω]]<br />[[one who looks after maidens]], a [[seducer]], Il. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[seducer]]=== | ||
Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: [[séducteur]], [[séductrice]]; German: [[Verführer]]; Greek: [[γόης]], [[γυναικοκατακτητής]]; Ancient Greek: [[ἀπατεών]], [[διαφθορεύς]], [[ἠπεροπεύς]], [[ἠπεροπευτής]], [[κηλητής]], [[μοιχικός]], [[μοιχός]], [[οἰκοφθόρος]], [[παραινέτης γυναικῶν]], [[παρθενοπίπης]], [[ὑπονοθευτής]], [[ὑποφθορεύς]], [[φθορεύς]]; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: [[seductor]], [[seductrix]], [[corruptor]], [[corruptrix]]; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: [[sedutor]]; Russian: [[соблазнитель]], [[искуситель]]; Tagalog: malamuyot | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:43, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπεύω) one who ogles maidens, seducer, Il.11.385.
German (Pape)
[Seite 521] (ὀπιπτεύω), ὁ, Jungfrauengaffer, der nach den Mädchen guckt; voc. παρθενοπῖπα, Il. 11, 385; VLL. erkl. περιβλέπων τὰς παρθένους; vgl. γυναικοπίπης, παιδοπίπης, οἰνοπίπης.
French (Bailly abrégé)
ου;
voc. α;
adj. m.
qui épie les jeunes filles.
Étymologie: παρθένος, ὀπιπεύω.
Russian (Dvoretsky)
παρθενοπίπης: ου (ῑ) ὁ высматривающий девушек, т. е. волокита Hom.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) ὁ περιβλέπων τὰς παρθένους, παρθενοθήρας, ὁ ἀπατῶν παρθένους, Ἰλ. Λ. 385˙ πρβλ. γυναικοπίπης, παιδοπίπης, οἰνοπίπης.
English (Autenrieth)
voc. -ιπα (ὀπιπτεύω): ogler of girls, Il. 11.385†.
Greek Monolingual
-ου, ό Α
1. αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες
2. αυτός που αποπλανεί παρθένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + οπιπή (< ὀπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια»), πρβλ. γυναικοπίπης].
Greek Monotonic
παρθενοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που κυνηγά τις παρθένες, ξελογιαστής, διακορευτής, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
παρθεν-οπῑ́πης, ου, ὁ, ὀπιπτεύω
one who looks after maidens, a seducer, Il.
Translations
seducer
Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: séducteur, séductrice; German: Verführer; Greek: γόης, γυναικοκατακτητής; Ancient Greek: ἀπατεών, διαφθορεύς, ἠπεροπεύς, ἠπεροπευτής, κηλητής, μοιχικός, μοιχός, οἰκοφθόρος, παραινέτης γυναικῶν, παρθενοπίπης, ὑπονοθευτής, ὑποφθορεύς, φθορεύς; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: seductor, seductrix, corruptor, corruptrix; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: sedutor; Russian: соблазнитель, искуситель; Tagalog: malamuyot