χαμαίδρυς: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(Bailly1_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chamaidrys
|Transliteration C=chamaidrys
|Beta Code=xamai/drus
|Beta Code=xamai/drus
|Definition=ῠος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">germander, Teucrium Chamaedrys</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.9.5</span>, Dsc.3.98, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>24.130</span>; gen. sg. written χαμέτρυος <span class="bibl"><span class="title">BKT</span>3p.32</span> (v/vi A. D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[τεύκριον]], Ps.-Dsc. 3.97. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> = [[σκόρδιον]], ib.111; also χᾰμαί-ρωψ (q. v.).</span>
|Definition=ῠος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[germander]], [[Teucrium Chamaedrys]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.9.5, Dsc.3.98, Plin.''HN''24.130; gen. sg. written χαμέτρυος ''BKT''3p.32 (v/vi A. D.).<br><span class="bld">2</span> = [[τεύκριον]], Ps.-Dsc. 3.97.<br><span class="bld">3</span> = [[σκόρδιον]], ib.111; also [[χαμαίρωψ]] ([[quod vide|q.v.]]).
}}
{{bailly
|btext=υος (ἡ) :<br />germandrée, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[δρῦς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμαίδρῡς''': -ῠος, ἡ, [[φυτόν]] τι, με φύλλα ὡς τὰ τῆς δρυός, κοινῶς «χαμανδρυὰ» ἢ «χορτάρι τῆς Παναγίας», Λατ. tri-sigo ἢ germander, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 5· [[ὡσαύτως]] χαμαίδρυον, τό, Βυζ. χαμαίδρωψ, ἡ, Παῦλος Αἰγ. 7. 3 (σ. 258)· πρβλ. [[λινόδρυς]].
|lstext='''χᾰμαίδρῡς''': -ῠος, ἡ, [[φυτόν]] τι, με φύλλα ὡς τὰ τῆς δρυός, κοινῶς «χαμανδρυὰ» ἢ «χορτάρι τῆς Παναγίας», Λατ. tri-sigo ἢ germander, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 5· [[ὡσαύτως]] χαμαίδρυον, τό, Βυζ. χαμαίδρωψ, ἡ, Παῦλος Αἰγ. 7. 3 (σ. 258)· πρβλ. [[λινόδρυς]].
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=υος (ἡ) :<br />germandrée, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[δρῦς]].
|mltxt=-υος, η, ΝΜΑ, και δ. αν. [[χαμέτρυς]] ΜΑ<br /><b>βοτ.</b> το γνωστό [[σήμερα]] με την επιστημονική [[ονομασία]] [[φυτό]] Teucrium chamaedrys του γένους [[τεύκριο]], κν. [[χαμοδρυά]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ποώδους φαρμακευτικού φυτού, γνωστό [[σήμερα]] με τις κοινές ονομασίες [[σκόρδιο]] ή [[σκορδόχορτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δρῦς]].
}}
{{pape
|ptext=υος, ἡ, eine [[Pflanze]], <i>[[trixago]]</i>, Theophr. und Diosc.
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίδρῡς Medium diacritics: χαμαίδρυς Low diacritics: χαμαίδρυς Capitals: ΧΑΜΑΙΔΡΥΣ
Transliteration A: chamaídrys Transliteration B: chamaidrys Transliteration C: chamaidrys Beta Code: xamai/drus

English (LSJ)

ῠος, ἡ,
A germander, Teucrium Chamaedrys, Thphr. HP 9.9.5, Dsc.3.98, Plin.HN24.130; gen. sg. written χαμέτρυος BKT3p.32 (v/vi A. D.).
2 = τεύκριον, Ps.-Dsc. 3.97.
3 = σκόρδιον, ib.111; also χαμαίρωψ (q.v.).

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
germandrée, plante.
Étymologie: χαμαί, δρῦς.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίδρῡς: -ῠος, ἡ, φυτόν τι, με φύλλα ὡς τὰ τῆς δρυός, κοινῶς «χαμανδρυὰ» ἢ «χορτάρι τῆς Παναγίας», Λατ. tri-sigo ἢ germander, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 5· ὡσαύτως χαμαίδρυον, τό, Βυζ. χαμαίδρωψ, ἡ, Παῦλος Αἰγ. 7. 3 (σ. 258)· πρβλ. λινόδρυς.

Greek Monolingual

-υος, η, ΝΜΑ, και δ. αν. χαμέτρυς ΜΑ
βοτ. το γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία φυτό Teucrium chamaedrys του γένους τεύκριο, κν. χαμοδρυά
αρχ.
είδος ποώδους φαρμακευτικού φυτού, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες σκόρδιο ή σκορδόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + δρῦς.

German (Pape)

υος, ἡ, eine Pflanze, trixago, Theophr. und Diosc.